Ένα προσκύνημα προγράμματιζε κρυφά απ' όλους .
Τους κοιταζε, τους ακουγε να λεν για τα διεθνη, τη φτώχεια,
την ακριβεια αλλά ο νους του κι η καρδια του ταξιδευε..
Θα ξεκινουσε απ την γωνιά της αποθηκης που κατά τη διηγηση της μανας του ηταν η κουνια του..
Μπουσουλωντας,
στη στάση που ειρωνεύονται οι ορθολογιστες της συγκυριας,
θα εφτανε μεχρι το χωραφι,
θα αφηνε τα χερια του και το προσωπο του θα χωνοταν μες το χωμα,
οπως στο σωμα της αγαπημένης του..
(Στ αεροδρόμιο "Ελληνικό" το καλοκαιρι του 1977, μετα απο 26 χρόνια μεταναστης στο Αμερικα κατεβηκε τη σκάλα της ολυμπικ αϊργουεης και φιλησε την μελωμενη πισσα, την πίστα της νοσταλγιας του..)
Κρύος αερας στην πλάτη του,
ανασηκωθηκε..
Χωματα στο προσωπο του.
Το δεξι του χερι στηριχτηκε σ ενα τελάρο ξεχασμενο στο χωραφι,
οι γαμπες του ορθωθηκαν!
Πρώτη φορα!!
Περπαταει πια!!
Το δεξι πρωτα, ξυπολητος προχωρησε..
Δυο φορες κοιταξε πισω.. Κανεις!!
Έτρεξε σ ενα γαλάζιο που τον καλούσε!
Ελευθερια και κλήση.
Ματωμένα πελματα,
Παρκινσονικη ασυμμετρία στο τρέξιμο του..
Επιβραδυνε απο αγνωστη αιτία..
Περπατουσε πια,
δεν ετρεχε ερμαιο των βρεφικων νευροορμων..
Τριχουλες στα χερια του, στις κνημες του..
Παιδι!!
Πόσος χρονος πέρασε σε μια απόσταση εκατο μετρων,
σε ενα διαστημα απ το χωράφι μέχρι το πέλαγος;;
Προσκυνησε το γαλαζιο πελαγος,
με ελαφρια κλιση του σωματος,
όπως στο λαιμό της αγαπημένης, να μυρισει τ άρωμα της..
Μια σακούλα νάιλον πεταμενη,
σκουπίδι μη ανακυκλωσιμο,
την ξεπλύνε με λιμνισιο νερό.
Εκανε τον κύκλο της λιμνης εφτασε στις ελιες, γερικες, αιωνοβιες..
Τσακιονταν τα κλαρια τους!
Στην πρωτη σηκωσε το χερι του να χαρακωσει με το νυχι του τον καρπό,
να δει ζουμί..
Γλιστρησε στην υπερεκταση των ποδιων του, κατι φτέρες ασταθεις, υγρες, γλιστερες,
ενστικτωδως αγκαλιασε τον κορμο της ελιας να ισορροπήσει..
Σε κατι ακιδες απ τ αγριλιδια που χε κοψει η ψαλιδα του Πατρος, πέρσι, προπερσι,
παλια,
ματωσαν τα χειλη του..
Δαγκωμα παθους ερωτικου!
Την κοιταξε μεχρι πάνω,
συγχωρεσε την ελια,
το δεντρο, τον χρόνο, τον αιωνα..
Τρύπησε κι η φθαρμενη σακούλα, απεδρασαν πεντε - έξι πρασινες ελιες.
Ή θα χαθουν ή θα γεννήσουν νεα δεντρα... Μοιρα!
Στον Αη Σταθη, ενα οδικο εκκλησάκι, αφησε τη σακουλα με κανα δυο κιλα ελιες..
Κοιταξε το καντηλι, τρεμοσβηνε..
Προσθεσε λάδι απο ενα μπουκαλι που βρηκε πίσω απ την εικονα..
"Ελιές σ αφηνω Αη Σταθη, τραβα λιοτροβειο μονος σου να βγαλει χειμωνα το καντηλι σου"
Τον στενευαν τα ρουχα του,
μεγάλωνε, το παντελόνι κοντο, στενο.
Η μπλουζα παλιό δερμα..
Σ ενα ασβεστογυψικο πετρωμα σκαμμενο απ τους προγόνους του τριφτηκε σα φιδι..
Έπεφταν τα λεπια του, η παλιά του φορεσια, η στενη,
η γερασμένη εγινε κουρέλια στις μυτες των ασβεστογυψικων βραχων..…
"το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα…"
Ευαίσθητο το νεο του δερμα,
γυμνος απο ρουχα,
στάθηκε απέναντι σε μια σκια αγραπιδιας,
ο ήλιος, το φως, η ζεστη τον πονούσε..
Λαγουμια στα πετρώματα, μαυρα φορεματα
, νοικοκυρές έσκαψαν καποτε να κανουν πηλό για το φουρνο που ραγισε,
για τη στέρνα που ειχε διαρροή..
Ειδε τις πλάτες τους, την αξινα τους,
το φτυαρι, το σακί,
τα μαυρα τους ρουχα που χαν ασπρίσει απ το γυψο πριν η knauff, ανακαλυψει το θησαυρο του Χωριου του..
- Τι κοιτας, παληκαρι 20 χρονω; Βοήθα μας!!
Σκαψε!
Περιμένει η μανα σου μες τη στερνα να βουλώσει τις τρυπες,
και το καλοκαιρι δυσκολο θα ναι!.
Να μαζεψουμε νερο!
Σταυροκοπηθηκε στις μαυροφορεμενες,
στο λευκο γυψο,
στα λαγουμια,
στη στερνα,
υγρη, σκοτεινη οπη στο εδαφος!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου