Ειχε ανοιξει με το τσεκουρι ενα αδειο ντενεκε απο λαδι, τον λυγισε τον εκανε επίπεδο με "παραπετια" τον ασπρισε μ ασβεστη να μη φαινονται λιοφυλλα , λιτρα, ελιες κι αλλες σταμπες του λευκοσιδηρου και τον εβαλε στο τζακι για βαση της φωτιάς , για να μαζεύει και ν αδειαζει τη σταχτη.. Με τη μεγαλη του χούφτα μαζεψε προσαναμματα κατω απο ενα νάιλον προστατευμενα .. Με το τσακμακι και μια σελιδα απ το "Ριζοσπαστη" βουτηγμενη σε τηγανολαδο απ τη μεσημεριατικη ομελετα εβαλε φωτια.. Παγωμενος αερας ακουγοταν και σφυριζε στα φτενα πορτοπαραθυρα, στη σκεπη.. Το παλτο το χε κρεμασει στον καλογερο, πισω απ την πορτα τού "χειμωνιατικου".. Ξαναβγηκε για τα πιο χοντρα ξυλα, κατι αμυγδαλιες απ το "φραμα" στ Γαζη.. Τις εκοψε συριζα, δεν ειχαν τιμη τ αμύγδαλα , δεν εφτιαχναν γλυκά πια οι γυναικες.αχρηστα δεντρα. Κισσοι τις ειχαν πνιξει μεχρι τ ακροκλαδα.. Σαπισαν οι περισσότερες, μυρμηγκια μαυρα φωλιαζαν στις κουφαλες τους.. Με το που ακουμπησε τ α
Πηγαίος Στέλιος Φούντας