- Μη δρασκελάς πάνω από ξαπλωμένο, είναι γρουσουζιά,
έλεγε η μάνα
-και πώς θα φτάσω την ψωμιέρα;
- Να πάρε ψωμί..μη κοπείς, μια φέτα να κόψεις, ψωμόλυσσα..
κι αδρασκελισα πάνω απ τον αδερφό μου που ήταν ξαπλωμένος στο πάτωμα της αγροικίας μας..
βασικά να τον πατήσω επιθυμούσα!.
- Τι σου πα μωρέ;;
σήκω γρήγορα διέταξε τον αδερφό μου.
-Του ξιταειζ μάνα;
κάγχασα μπρος στην προληπτική γυναίκα,
εγώ που είχα μάθει ότι τους κεραυνούς δε τους ρίχνει ο Δίας.
- Γέλα. γέλα χμμμ έτσι γέλαγε κι ο Παναης στον Αετό.. σιωπή..
- Ποιος Παναης, που τον είδες εσύ;;
- Μου 'πανε οι ξαδέρφες μου,
αδρασκελισε απαν΄ απ' τον αδερφό του στο χωράφι που είχανε πάει για καπνό..
έμεινε στον τόπο ο αδερφος του..
Δε το παρηγοραει λένε, το 'ριξε στο πιοτό!!
-Προλήψεις και δεισιδαιμονιες είναι αυτά μάνα.. δε μ' άκουσε μάλλον,
κάπου εκλωθε μια κότα και πήγε να την συμμαζέψει..
-Άμα τελειώσεις το ψωμοτύρι να πας στ' Θεια - Λενη να πάρεις είκοσι αυγά να στρώσω την κλωσσα.
-Κι εκείνα τι είναι; ρώτησα δείχνοντας ένα πανέρι.
- Δε κάνουν αυτά, είναι απ τα δικά μας..
δεν έχουμε καλό κόκορα..
- ε.. Καν΄τον με μακαρόνια τ Κυριακή είπα.
-Δε χορταίνετε εσείς μ ούλο το κοτέτσι..
Πολύτεκνο το φαμελιο..
- Τράβα τώρα στ θεια, δε πρέπει να νυχτώσει και μη καθίσεις..
- Θα κάτσω λίγο, έχει ωραίο καρυδάκι η θεια Λενη
- Δεν κάνει καμάρι μ', δε θα βγουν τα πουλιά..
- Ο Παναης...πρόλαβα να πω..
Πήρε φόρα.!!
- Μη τα γελάς αυτά, κι η Θεια Νικαινα δυο κλωσσες πήγανε στράφι και σαράντα αυγά κλουβιαναν κι έλεγε τι φταίει;
λες κι ήταν απ την Αθήνα ,
κι ο Μπάρμπα Λαμπράκης απ την Κατουνα κορόιδευε κι τηγάνισε αυγό τη Μεγάλη Παρασκευή κι ένα μάτι τον κοιτάει κάθε φορά που τρώει ,, μη πας μακριά, γιατί σάλεψε η Μ__ _ _ _ ;
Λεχώνα ασαραντιγη και βγήκε νύχτα στην απλώστρα, αλλά τι λεω για ξενους ;;
κι εσυ....
Κοίταξε αν έπρεπε να συνεχίσει..
- Εγώ τι;;;
Ποιες παιδικές ψυχολογίες και τραύματα..;
Η ξηρομεριτισσα δε νοιαζόταν γι αυτά..
-Κι εσύ κοροιδευες για τη γρια Μεσημερω κι ήρθες κλαίγοντας απ τον Αη Λια και κατουρημένος..
Πάγωσα, τα χείλη μου ξεράθηκαν, ταχυκαρδία..
Πού το θυμήθηκε;
Σα ταινία πέρασε από μπροστά μου εκείνος ο μεσημεριανός τρόμος τoυ εφτάχρονου Στέλιου..
........................ ............... .................. .....
Είχα περάσει απ τα Κοκκιεικα,
βγήκα απ το χωριό,
και λίγο και λίγο απομακρύνθηκα..
Άνοιξη ήταν, κόβεις πέρα δε σε νοιάζει..
Άντε κι από δω, άντε και λίγο ακόμη,
να δω και τίνος ήταν τα πρόβατα, να δω και το ρέμα..
Έριχνα και καμιά ματιά κατά το χωριό..
Κόκκινα κεραμίδια, λευκά σπίτια,
πέρναγε φορτηγό μ ασβέστη..
Όχι με σακιά, πέτρα ορυκτό με φκυαρια την κατεβάζαμε..
Μυρωδιά καθαριότητας..λαμπριάτικες ετοιμασιες..
Ασβέστης λευκός.. ολόλευκος!!
Αυτη όμως φορούσε μαύρα!!
Είδα την πλάτη της!!
Ήταν ακίνητη!
Προσπαθούσα απ το σουλούπι να την αναγνωρίσω..
Όχι δεν ήταν η ψηλόλιγνη βάβω - Γιώργαινα,
ούτε η σκυφτή απ την οστεοπόρωση Βάβω - Χρισταινα,
δεν έμοιαζε με τη Κολιου που χε τις μύτες απ το μαντίλι ελεύθερες!!
Τι έκανε εδώ το καταμεσήμερο;
Δε κρατούσε τσεκούρι για κλαρί,
δεν έβοσκε τη γίδα της,
δε μάζευε δαφνόφυλλα για το φαΐ..
Εξάντλησα όλες τις πιθανές εκδοχές..
Μάνο μια εκδοχή αρνιομουν να σκεφτώ..
Δε μπορεί, δεν υπάρχει.. δεν υπάρχει ..
για να μας σκιάξουν το λένε..
Πολυ δε θέλει το παιδικό μυαλό,..
Όλα τα μυαλά λυγίζουν στο λογισμό,
στο φόβο, και τα ίδια ταΐζουν το φόβο με χαιρεκακία!!
Πως να φύγω;
θ ακουγόμουν μες την ερημιά, θα γύριζε,
δεν ήθελα να δω το πρόσωπο της.
Σα φάντασμα έκανα τα πρώτα βήματα, αργά προσεκτικά..
Κι άρχισα να τρέχω κλαίγοντας προς το χωριό
..δεν έβλεπα τίποτα απ τα δάκρυα ..
Μπήκα σπίτι, έπεσα στην αγκαλιά της μάνας..
Μύριζε ασβέστη και στάχτη.
Σταμάτησα να κλαίω με μια βαθιά ανάσα ανακούφισης.
-Είδα τη Μεσημερω, αλλά γρήγορα της ξέφυγα..
Μπαίνει και μες τα σπίτια μαμά;
- Όχι, μόνο έξω απ το χωριό και μονάχα τα μεσημέρια μαζεύει τα παιδιά..
...... .... ..... ............ ...... ........... ......
Ξαναγύρισα στην πραγματικότητα..
Είχε φύγει--δεν πολυασχολιοταν μετα απ τις διαταγες που εδινε--να πάει στ θεια Λόλα που η κακιά η ώρα την έριξε απ τη σκάλα κι έσπασε το πόδι της..
Σουρουπωνε, δεν έπρεπε να κρυφτεί ο ήλιος,
δεν έπρεπε να κάτσω στη θεια,
δεν έπρεπε ν αφήσω το ψαλίδι ανοιχτό,
δεν έπρεπε να λέω κατάρες γιατί ήμουν σαββατογεννημενος..
Είκοσι μια μέρες κρατά το κλώσιμο, κίτρινα πουλάκια σπάζουν το λευκό τσοφλιο και βγαίνουν στη ζωή..
-Κακό χρόνο να χει, στο λαιμό να σ κάτσει την άκουσα πρωί πρωί..
- Τι έγινε ρε μάνα ;
-Μ πήρε ένα γεράκι ένα κλωσόπουλο, είπε κι έδειχνε μ εν ραβδί σα μάγισσα τον ουρανό..
Έμειναν δεκαεννιά κλωσοπουλάκια, να μου θυμίζουν το γλυκό καρυδάκι που δεν έφαγα...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου