Το Πνευμα το νιωθεις μυστικα στην συνοχη του κόσμου..
Απαν στα φρυγανα το στρωμα να λιαστει,
να ξεμυρισει απ την υγρασια του κατωγιου..
Ξαπλωσα, πεντε χρονων,
δεν πηγαινα ουτε νηπιαγωγειο..
Ηταν απαγορευμενο να κοιταζω τον ηλιο,
ενδημουσαν και οφθαλμολογικα προβληματα στο χωριο,
μας κοροιδευαν οι Μαχαλιωτες :"δωδεκα Παπαδαταιοι με δεκατρια μάτια"
Τ αδερφια στο σχολειο, νοικοκυρες σε καθαριοτητα, η μανα σφουγγαριζε..
Δε μ έβλεπε κανενας..
Δειλα, δειλα ανοιξα τα ματια, κοιταξα δεξια - αριστερά, οι νεότερες της μητερας μου ξεσκατιζαν τα μωρα τους..
Περιμενα την αλλαγη του νερου σφουγγαρισματος του κουβα απ την υπαιθρια βρυση της αυλης, ν αποφυγω απρόοπτα απ την μανα που θ μ ανακαλυπτε οτι κοιταζω τον ηλιο..
Κατεβηκε τη σκαλα, γρηγορο βαδισμα, ηχος βρυσης, μυρωδια πρασινου σαπουνιου..
Ανεβηκε νσ σφουγγαρισει, ειχα τουλαχιστον ενα τεταρτο χρονο μπρος μου
Μαυροκοκκινη, υφασμενη σ αργαλειο η επιφανεια του στρωματος..
Μαλλια λευκα προβατισια χαιδευε το χερι μου απο μια μικρη τρυπουλα που χε ανοιξει ο σκωρος..
Πρωτα το ενα ματι, μετα τ αλλο..
Έκαιγε, ιριδίζε πανω στα νηπιακα μου βλέφαρα.
Λευκος, ολολευκος σιγα-σιγα..
Χαιδευε τα ρουχα μου, ζεσταινε το μαυροκοκκινο στρωμα, το σωμα μου..
-μη με τυφλωσεις ηλιε, θα με φωναξει η μανα μου!!
Δεν απαντησε με λεξεις, εγινε ομως πιο φιλικος με τα μάτια μου..
-Να προλαβω θελω , μη μ ανακαλυψουν οτι σε κοιταζω..
Εχασε τις συντεταγμενες του ξαφνικα,
γεμισε ολον τον ουρανο,
παντου Ηλιος, ηπιος, ζεστος, φιλικος, φωτεινος..
Απ ακρη σ ακρη στον οριζοντα ηλιος!!
Κι αυτα ακομη τα κοκκινα κεραμιδια λευκανθηκαν..
"μπα τ ασπρισαν κι αυτα οι γυναικες;;" αναρωτηθηκα γνωριζοντας το παθος των γυναικών για τον ασβεστη!!
Τοιχοι, μαντρες, καλυβια, δεντρα, δρόμοι ολα ασβεστωμενα..
Το λευκο επεκτεινονταν τρομακτικα!!
Ανασηκωσα το λαιμο μου να δω τα ποδια μου..
Λευκα τα παπουτσια, λευκο το παντελονακι μαλλον ξενοφορι απ τον ξαδερφο που μεγαλωσε..
Λευκα τα χερια μου κι ειμαι και μελαχροινος!!
"εχουν δικιο σκεφτηκα, μη κοιτας τον ηλιο θα τυφλωθεις"
Σηκωθηκα απ το στρωμα..
-Μανα θα παω τη γιδα να βοσκησει..
-Ειναι νωρις, τ απογευμα να τη πας..
απαντησε κι εριξε ενα κουβα βρωμικο νερο στην χωματινη αυλη..
-θα την παω μονος μου οχι με αλλους που βγαζουν τα ζωντανα δε θελω αλλους σημερα..,στην Αγια Παρασκευη θα παω..
-μολις πεσει ο ηλιος να γυρισεις!!
Νωρις τ απογευμα, τραβουσα ενα καπιστρι..
Την αφησα να βοσκει..
Μπηκα στο εκκλησακι, μια εικονα με δυο ματια σ ενα πιάτο..
"κοιτουν κι αλλοι τον ήλιο", σκεφτηκα..
Βαρεθηκα, ηθελα να φυγω.
Ηταν μεγαλη η μερα,
στην πλατεια επαιζαν τα παιδια αργουσε ο ηλιος, αργουσε πολυ..
Τον ξανακοιταξα, ηταν πια ενα ουρανιο σωμα, ενα αστερι, μικρος, κόκκινος , εσβηνε στ Ακαρνανικα Ορη..
Ξαναδοκιμασα την μεσημεριανη επικοινωνια μας..
Σηκωσα το τρυφερο μαυριδερο χερι μου.
--Κρυψου, Ηλιε, κρυψου..
Επιταχυνε, κι ο Μπουμπστος τον καταπιε..!!
Επέστρεψα απ το δρομο κι οχι απ τις αγροτικες διαδρομές που χα παει.
Στο σημειο π αρχισε η νυχτα, το ζωο σταματησε..
Τραβουσα, τραβουσα τιποτε!!
Μαυρη σιλουετα στο ημιφως μελαγχολικου κοινοτικού φωτισμου, ξυλινες κολονες που μυριζαν πίσσα..
-Ποτε να μη σε παρει η νυχτα, το φως να υπολογίζεις, το φως να κοιτας!!
-Αλλαξα δρομο μαμα και μπερδευτηκα..
Αυτη για το σπιτι, εγω για την πλατεια απ το καλντεριμι που ενωνε το Παν'χωριο με το Κατ'..
Λευκο το φως εικοσι δυο χρονια αργοτερα στο ιδιο σημειο..
Οι ογκοι συνθλιβονταν, εξαυλωνονταν..
Δεν ειχα σκοπο να σταματησω κατεβαινοντας το ιδιο καλντεριμι..
Λευκα τα σπιτακια της Μπαμπινης, της Μαχαιρας οπως εν ριπη οφθαλμου κοίταξα..
Μπηκα στον πειρασμό να τον ξανακοιταξω!!
Στο ιδιο σημειο οπως τότε..
Πιστος στο ραντεβου Του...
Ορθιος πια, χωρις ενοχες.. τολμησα!!
"μου χες πει, ολα ειναι ζητημα Φωτος"
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου