Γυριζα με το σταρλετακι από το μονοθεσιο που δούλευα καμιά 50αρια χιλιομετρα απ τ Αγρινιο.
Λακουβες, λάσπες, ερημια..
Σπίτια διπατα, σφαλιστα η αστυφιλία τα χε αδειάσει μαζι με την πλατεία , τα χωραφια, τις στανες..
Τρεις μηνες πρωι, μεσημέρι διεσχιζα αυτο το χωριο για να φτασω στο επομενο που ηταν το σχολείο μου..
Άνθρωπο δεν ειδα, παρα μονο ενα πρωι του Νοεμβρη μ ομίχλη μια καμπουριασμενη γρια..σαλεψε
Κορναρα, δε γυρισε, ισως δεν ακουσε, ισως δε μπορούσε απ τη μεση της, ισως δε νοιαζοταν...
σαλεψε λιγο το χερι της.. .
Σημαδια ζωης απ το τελος Νοεμβριου δυο καμιναδες τις εφταμιση το πρωι και κατι κουδουνια απο λιγοστα "μανάρια" με το σχολασμα κατα τις δυο παρα τεταρτο το μεσημέρι...
Στην κλειστη στροφη μες το χωριό - φαντασμα επιασα δεξια τ απομεσημερο να χωρεσει το 32αρι λεωφορειο που μετεφερε τα γυμνασιοπαιδα απ το κεφαλοχώρι..
Αλληλοκοιταχτηκαμε με τον οδηγο, κατι ήθελε να μου πει, κατι ηθελα να του πω.
-Δασκαλος εισαι;
-Ναι, απ Αγρινιο καθε μερα.
-Πέρυσι ειχε μια δασκάλα απο Μακεδονία.
Εκανα γκριματσα αδιαφορίας, την φανταζόμουν τη συνέχεια..κατι ερωτικο θα ηταν.
"εφυγε τη μεση της χρονιας".
-Αχα, γιατί; ρωτησα..
-νοικιασε εδω, να σ αυτο το σπιτι, τρελαθηκε απ την ερημια..
Κορνα αποχαιρετισμου κι εφυγε..
Ξεκινησα νωρις τ άλλο πρωί να χω χρονο πριν αναψω την ξυλοσομπα στο μονοθεσιο μου να εξερευνησω χαραματα το ερημο χωριο που παντα βιαστικα διερχομουν κοντα τις εβδομήντα μερες..
Πρωτα κρυα, θολωμενο παρμπριζ απ τα χνωτα, το τσιγαρο μου και τ αχνιστο νεσγαλο πρόσθεσε θολουρα..
Σχεδιαζα τη διαδρομη.
"θα μπω μεσα, θα στριψω στην πλατεία ,
θα περασω μπρος απ το σπιτι με τον καπνο στην καμιναδα,
θα κορναρω στη γρια αν την ξαναπετυχω,
αν δεν πεθανε και θα βγω μπρος στον αχυρωνα με τα τσιγκια που έβλεπα οταν γυριζα απ το σχολειο",
γυαλιζαν τα τσιγκια τα μεσημέρια..
Χαραζε οταν έφτασα, το ιδιο περιβαλλον..
Απολυτη ησυχια, ενας κοκορας μονο λαλησε..
Επιτάχυνα να βγω απ το χωριο,
να φτασω στο σχολειο,
με δυσκολευε μερικες φορες η ξυλοσομπα του σχολείου ή επειδη αργουσε να παρει φωτια το πουρναρι ή επειδη ηταν χλωρα τα ξύλα, "καπνιζε" και πνιγομασταν στον καπνο στο πρωτο διωρο της "γλώσσας"., ανοιγαμε παραθυρα..
Στην τελευταια στροφη πριν βγω απ τ αδειο χωριο ενας ανθρωπος κουνούσε το χερι να σταματησω..
Επιβραδυνα, χαμήλωσα το τραγούδι ".. κι εγω σε ζηταω σα πρωινο τσιγάρο", αλαρμ, κατέβασα το τζαμι.
Μυρωδια σβουνιας μπηκε στ αυτοκινητο και κρύο,
ιδιο μ αυτο που με περιμενε καθε πρωι στ άδειο σχολείο μου πριν φουντωσω την ξυλοσομπα..
Το κρυο του σχολειου το καλυπτε γρηγορα κι ο ελληνικος με μπρικι πανω στην ξυλοσομπα σκέπαζε τη μυρωδια της κιμωλιας..
Ασπρες, έγχρωμες κιμωλίες παπαρωμενες απ την υγρασια..
Τις στεγνωνα κι αυτες στη σομπα μεχρι το πρωτο παιδι να χτυπήσει την πόρτα του σχολειου.
Δεν επρεπε ν αργησω,
η περιεργεια με καθυστερούσε,
να ομως που ο δευτερος άνθρωπος που ειδα μετα απο καιρο δε χαιρετουσε απλώς,
ηθελε να σταματήσω.
"Θα του πω μια γρηγορη καλημέρα και θα γκαζώσω"..
Προλαβε πρωτος..
-Καλημερα, δασκαλε, Χρονια Πολλα , τ Αη 'Ντριος σημερα..ο δάσκαλος δεν εισαι;
-Καλημερα, χρονια πολλα..
ναι ο δάσκαλος,
ναι στ αλλο χωριο,
μονοθεσιο, 14 παιδακια..
-ξερω, ξερω εχω κοπελα παντρεμενη εκει, μεγάλωσαν όμως τ αγγόνια..
-Να στε καλά , χαρηκα, Καλές Γιορτες
κι εβαλα ταχυτητα..
Πριν αφησω το συμπλέκτη,
μπήκε όρθιος μπροστα στ αυτοκίνητο,
δε τον ειχα προσέξει οσο ήταν σκυμμενος στο παράθυρο του συνοδηγου..
Ψηλος, γκριζα μαλλια ακουρευτα,
μεγάλο ηλιοκαμμενο μετωπο,
μακριες φαβοριτες, βαθιες κογχες,
αγρια ματια, γκρι πλεχτο πουλοβερ,
βρωμικο απ τα προβατα,
τρυπιο απ τις δουλειές,
το παντελονι καποτε ήταν μπλουτζην,
τωρα εμοιαζε με μπλε τσιγκο, θα στεκοταν ορθιο απ το στρωμα βρωμιά που ειχε, στρωσεις αλεπαλληλες απο χωμα,
γρασιδι, κοπριες μαντευες ψηλα στα παντζακια του που εβλεπα πανω απο το καπω τ αυτοκινητου..
Κοιταξα με την άκρη του ματιου μου τ αναλογικό ρολόι στο ταμπλω του σταρλετ, 7.45, ειχα αργησει,
κοιταξα ξανα τον ανθρωπο που μου κλεινε το δρομο..
"Τι το θελα αυτο το ψαξιμο;"
"Αθλια χωριουδάκια κι ασυναρτητη επαρχία.." ψιθυριζε ο Σαββοπουλος στο ραδιο..
Κορναρα να φυγει,
μ απάντησε ενας βραχνος κοκορας, χαμογέλασε ειρωνικά..
Ανεβασα χειροκίνητα και τα δυο τζαμια, κατέβασα ασφάλειες,
κοιταξα πισω,
με οπισθεν να κανω αναστροφή,
δεν ειχε χωρο..
Οταν ξανακοιταξα μπρος μου ελειπε,
ειχε ερθει απ την πλευρα του οδηγου με κολλημενη μια αστυνομική ταυτότητα φθαρμενη, κιτρινη κολλημενη στο τζαμι μου..
Εφτα και πενηντα τρια η ωρα..
"θα χουν φτασει τα παιδια στο σχολείο" σκεφτηκα,
θα ψαχνουν τ αυτοκίνητο του δασκάλου,
τη σομπα, τη ζεστη..
"τι περιπετεια ανοιξα πρωι - πρωι;"
Μικρο χαμογελο,
υπομειδιαμα στο δικο του πρόσωπο,
νευρα στο δικο μου..
-Και λοιπον ρε μπαρμπα; έχεις ταυτοτητα!!
Να τη δείξεις στην αστυνομια!!
-Παρτην να δεις ποιος ειμαι να μη φοβασαι..
Χαλαρωσα απ το φόβο,
οχι ομως απ τα νευρα..
-Δε θελω να μαθω, πρέπει να φυγω,
ν ανοίξω το σχολειο,Καλες Γιορτες!!
-Παρτην κι οταν σχολασεις και γυρισεις γι Αγρίνιο να με παρεις κι εμενα,
θελω να παω Αγρίνιο..
Γκαζωσα, αφησα συμπλεχτη,
εκανε ενα βημα πισω και πεταξε την ταυτότητα στα πίσω καθισματα..
Οχτω και πεντε,
απειχα δεκα λεπτα απ το σχολειο...
Δε θα προλαβαινα την πρωινη προετοιμασια πριν την εξαωρη μαχη με το dna,
το περιβάλλον των παιδιων,
τον αγώνα με τα ρηματα,
τα κλασματα,
τους μεσημβρινους,
το Θησεα και τον Κολοκοτρώνη,
το σκοινάκι και το τσιρότο,
το κλαμα, τη σομπα, τα μπουρια,
την εγκυκλιο, τα δίδυμα,
τα χρωματα, τα πινελα,
το μητρωο, το βιβλιο σπουδων...
-Κυριε, ξεχασα τη Γεωγραφια,
ειπε την εκτη ωρα ενα, το μοναδικο πεμπτακι..
-Τραβα στ αυτοκινητο - παρκαρα καθε μερα στο μικρο προαύλιο-έχω στο πισω καθισμα ενα βιβλιο, ξεκλειδωτο ειναι..
Μη ξεχνατε βιβλια, δεν παμε στον πολεμο χωρις οπλα και κατι αλλο εξισου ξυλινο τον δασκαλεψα,
εξουθενωμενος πια..
Χτυπησε το τηλεφωνο,
αφησα τα παιδια στην ταξη και πηγα στο γραφειο να το σηκωσω,
συνηθως ο προϊστάμενος επαιρνε..
-Καλημερα κυριε προισταμενε!!
Ο μαθητης δε με βρηκε στην ταξη κι ηρθε στο γραφειο,
κρατουσε μια Γεωγραφια και μια ταυτοτητα..
Την αφησε στο γραφειο κι εφυγε για το θρανιο του,
την πηρα στο χερι..
"Δεν είμαι ο προισταμενος, ουτε ο προεδρος του χωριου, Γιωργο με λενε,"
Γεώργιος ελεγε κι η ταυτότητα..
Δεν ακουγα το τηλέφωνο κοιταζα την ταυτότητα, 1944 γεννηθείς, αγροτης, υψος 1.80....
Δεν κοιταζα την ταυτότητα,
ακουγα παρακκληση, ικεσία στο τηλεφωνο και το ρολόι του τοιχου δίπλα απο ένα χαρτη των εποχών εδειχνε μια και τεταρτο..
"Βαζω τα καλα μου και σε περιμενω δασκαλε, κατα τη ωρα θα περασεις λες;;"
-Δυο παρα εικοσι,
μιαμιση τελειώνω το σχολειο..
Ξαναμπηκα στην ταξη, ηταν σιωπηλα...
-Λοιπον παιδια συγνωμη για το τηλεφωνο, εχουμε ολοι ανοιχτα τα βιβλια;;
Σελιδα 88, "η ζωη στην ερημο"
Ξερετε τι ειναι ερημος;
Εχετε ακουσει,
εχετε δει στην τηλεοραση;
Σηκωσε πρωτο το χερι το ενα απ τα δυο εκτακια που χε το σχολείο.
-Για λεγε Θαναση..
-Το διπλανο χωριό ειναι ερημο κυριε..
Μια και εικοσι πεντε...
Ετοιμαστε τσαντες παιδια,
η πεμπτοεκτη να φερτε κι αυριο Γεωγραφια να τελειώνουμε με τις ερήμους και τον τρόπο ζωης των λιγοστων κατοικων..
"Τρελαινονται απ την ερημια κύριε, και αμμος και σκονη στα ματια τους και δίψα", ειπε η Χρυσανθη ..
-Καλό μεσημερι παιδια!
-Θα πάτε Αγρίνιο παλι κυριε;
-Καθε μερα πάω..
Κλειδωσα το γραφειο,
"να κλειδώνετε τα γράφεια μην κλεψουν τις σφραγίδες" είχε πει ο προισταμενος σε μια παιδαγωγικη επιμόρφωση..
"τι θα τις κανουν τις σφραγιδες;" ρωτησα.
"ωω.. μα θα εκδωσουν πλαστά απολυτηρια Δημοτικού," είπε με απαξιωτική γκριματσα για την αγνοια μου.
Συνεμορφωθην, ψιθυριζοντας", σιγα τον τίτλο. "
Ελεγξα σομπα μη τυχον εχει μεινει κανα καρβουνο και καει το σχολειο.
Αυτο δε μου το χε πει κανείς,
αλλα η εμπειρια μου απο τζακια ,
μ'χαρια, καμιναδες απ τα χρονια τα παλιά,
που χαμε ενεργειακη αυτονομια..
Βγηκα στην εξώπορτα,
ειχε γυρισει ο καιρος σε βοριαδακι..
Δυο πλατες και δυο πολυχρωμες τσαντες ηταν η τελευταια εικόνα απ τα παιδιά..
Καθαρή η ατμοσφαιρα, λαμπρος ο ήλιος, πρασινο στους θαμνους,
καφε και κιτρινο στα φυλλοβόλα,
σποραδικα φυτεμένα στις αυλες,
στα ορια των χωραφιων,
κι ο πλατανος στην μικρη πλατεια γυμνος πια..
-ν αφησετε το λαστιχο στη βρύση, να καθαρισει την τουαλέτα μού χε πει η κορη της καθαριστριας,..
Τ άπλωσα να το βρει ετοιμο,
αλλαζαμε καθε μηνα εκ περιτροπης καθαρίστρια, μια απο καθε οικογένεια.. Κοινοτισμος στην πραξη..
Οταν το κανονισαμε κατα το Σεπτέμβρη,
ειπα γελωντας "απο 23 Δεκεμβρη μεχρι 8 Γεναρη θα καθαριζω εγω!"
-Μα ειναι οι διακοπες, δασκαλε, ααα... εχετε πλάκα, θα γελανε και τα παιδια φέτος.
Τελευταια ματια στο άδειο προαυλιο..
Στην κατηφορα το σταρλετακι μη τυχον μεινει απο μπαταρια και ψαχνουμε λυσεις τοσο μακρια απο συνεργεια και μπαταριες και πολους και δυναμο..
Πηρε ευκολα μπρος, μουσικη, τσιγαρο..
Κορναρισα σ οσους βρηκα,
γύριζαν σπιτια τους..
Στην τελευταια αυλή,
φωτιά με φλογες,
καζανι, τραγουδια,
εβγαζαν τσιπουρο..
Κορναρα με ζηλεια,
"θα μπορουσε να χω φερει τα παιδια,
θα μπορουσε να μ εχουν καλεσει,
θα μπορουσε να με κερασουν..."
-Δασκαλεεεε!!! Στοπ!!!
Έπρεπε να πω ενα γεια,
σταματησα,
δε μ ηξεραν καλα ακομη,
δεν ειχαμε γνωριστει σε βαθμους,σε ενημερωσεις κι αλλα σωου της εκπαιδευσης,
μονο στη γιορτη της 28ης,
μονο πεντε - έξι μητέρες ειχαν ερθει να φωτογραφησουν τα παιδιά τους..
-Γεια σας, καλη παραγωγη!!
-το πρωτοσταλαγμα στο δασκαλο!!
Έσκυψε στη φυσούνα, στη σωλήνα που έσταζε μαλλον η μητέρα της Ανθουλας,
αν δεν την μπερδευα με αλλη..
Ζεστο, αχνιστό σε ρακογυαλι,
το εφερε πρωτα στη μυτη μου και μετά μου το βαλε στο χερι..
Με κοίταζαν καμμια δεκαρια νοματαιοι και στο μπαλκονι δυο μαθητες μου..
-Βιβα δασκαλε, ειπε πρώτος ο παπάς του χωριου μ ανασηκωμενα τα ρασα για να μπορει να "συμπαει" τη φωτιά,
να ριχνει σανίδια,
να κρατα τη φλόγα..
-Βιβα, υγεια, καλη προοδο στους μαθητες μας..
Ηταν ναμα να πω την αληθεια,
κρατουσα αδειο το ρακογυαλι κοιτωντας που να τ ακουμπησω να πω "καλο σας μεσημέρι" και να φυγω..
Ημουν σιγουρος οτι αυριο θα μού στελναν κέρασμα..
-Αλλο ενα δασκαλε,
αν θες μένεις εδω απόψε,
καθε μερα Αγρινιο, θα το βγαλεις "φυλλαδελες" τ αυτοκινητο..
Η τολμηρη για τα ηθη του χωριου μητερα βουτηξε το ποτηρι μου και το ξαναγεμισε..
-Οδηγαω, εχω και ραντεβου, με περιμενει ενας κυριος στ άλλο χωριο να τον κατεβασω Αγρινιο..
Κοιταχτηκαν μεταξυ τους..
Ηπια μονο μια γουλια απ το δευτερο ποτηρι.
-Ευχαριστω,
θα τα ξαναπουμε αυριο, μεθαυριο κάθε μερα, πρωτα ο Θεος..
Χαιρετησαν απ το μπαλκονι κι οι δυο μαθητες μου..
Ευτυχως πήρε μπρος το σταρλετ,
ημουν σε ίσωμα παρκαρισμένος,
δεν υπηρχαν λυσεις αν..
Ξανανοιξαν τον ηχο στο στερεοφωνικο που χε κατεβει απ το σαλόνι στην αυλη,
καπνοί, μυρωδιες μεθυλικης αλκοολης, καπου στο βαθος της μυτης σταφύλια, αμπελια, Διονυσοι καπου στο βαθος τ αυτιου κλαρινο, Καρναβας
"παρήγγειλα στο γαμο σου να φερουνε λουλουδια"..
Ανεβασα και τον δικο μου ηχο,
εντεχνιλα Χαρις Αλεξιου
"απόψε θέλω να πιω..."
σ εναν αγρινιωτικο σταθμο 106,7 στα FM
μετα απο διαφημιση για Κρεοπωλειο με "αγνα χοιρινα-καντε τωρα τις παραγγελίες σας για τα Χριστουγεννα!"
Σιγοτραγουδουσα μαζι με τη Χαρούλα
"... τίποτα μετά να μη θυμάμαι
μέσα στον καπνό να παγιδευτώ
συνέπειες να μη φοβάμαι"
Δεν ήθελα να σκεφτω τη συναντηση το ταξίδι μεχρι τ Αγρίνιο, τις πιθανές κουβέντες.
Μ είχαν ξεθεωσει τα εννια διαφορετικά μαθήματα του μονοθεσιου, μ ειχε χαλαρωσει το ενάμιση πρωτοσταλαγμα, αν ειχε αυτοματο πιλοτο το σταρλετ θα έβαζα συντεταγμένες και θ αποκοιμομουν..
Μορφεας, αδελφος τού θανατου, στην υπνοθεραπεια είχαν πειραματιστει ο Σοβιετικοι για τις ψυχικές παθήσεις που παραδοξως συνεχιζαν να υπάρχουν αν κι ειχαν διορθωθεί οι "κοινωνικες συνθηκες"..
Με σκέψεις για τον υπνο και το θανατο ουτε καταλαβα πως μπηκα στο χωριό - φάντασμα...
Γυαλιζαν ξανα τα τσιγκια την ιδια ακριβως ωρα οπως καθε μερα..
Ακτινα προσπτωσης-ακτινα αντανάκλασης.
Γυαλισμενα τα σκαρπινια του οπως τον περιεργαζομουν πριν σταματήσω δίπλα του..
-Αργησες, βρήκες κανα κοπάδι εχει παρατημενα τα γίδια ο Αντρεας και πιανουν το δρομο, καθονται, ουτε με λυκο δε σηκώνονται..
-Μπα, είχαν καζανι και σταματησα για ενα κερασμα..
-Καζανια εχω κι εγω αλλά της κολασης, δασκαλε..
Δεν ηθελα ν ακουσω βασανα, πονους, καημους..
Αλλαξα κουβέντα, δινοντας του την ταυτότητα..
Την εβαλε στην εσωτερικη τσεπη απο ενα σκουρο μπλε ημιπαλτο, μαλλον "νιτσεραδα", θυμηθηκα το μυθο του Προφητη Ηλια, τόσο μακριά απ τη θάλασσα στην ενδοχώρα της Αιτωλοακαρνανιας καποιος ακομη θυμιζε θαλασσα
Κοιταζε έξω..
Μου δειξε ενα πρανες..
-Εδω έχει κουμαριες, να μαζέψεις κουμαρα καμια μερα..
Ανάλαφρη η κουβέντα, ταίριαζε με την επιθυμια μου..
-Θα βγάλω και κανα δενδρυλλιο για τον κηπο στο χωριο μου..
-Από που εισαι;
-Ξηρομερο, Παπαδατου..
-Δεν εχω παει, ειστε ζορικοι λενε..
-Οσο η ζωη..
-Η ζωη, η ζωη..
Πουτανα είναι η ζωη, οχι ζορικη..
Βαρυνε μοιραια η κουβέντα,
έβγαλα ταχυτητα, είχε κατηφόρα,
οπως παει σκεφτηκα..
-Σας τα μοίρασε ο πατερας σου τα σπίτια έχεις δικο σου; πού θα βαλεις την κουμαρια;;
-Κάτι οριζω..
-Η κοπέλα ειναι η μεγαλύτερη,
παντρευτηκε στο χωριο που σαι δασκαλος, κλεφτηκε ενα βραδυ στα δεκαέξι,
καλα πήγε, ηταν εργατικος ο γαμπρός,
αυτούς εχω μονο..
-Δεν ειναι λιγο, τοσο κοντα η κοπελα..απάντησα μετρωντας αντιστροφα, ειχε μεσιασει η διαδρομη γι Αγρίνιο..
-Τ αγορια τσακώνονται, τι τσακώνονται;;
Ειναι στα μαχαίρια, σκιαζομαι για το χειροτερο.
Δε μιλησα, το χα ξαναζήσει ως αγνωστος συνταξιδιωτης ν ακουω εξομολόγησεις..
"Αποκλειεται να εξομολογηθει τα παντα" σκέφτηκα δεν είμαι περαστικος, για εφτα μηνες ακόμη θα πηγαινοερχομαι στο χωριο του, στο χωριό τής κορης του..
Έπεσα εξω οι καημοι δεν πνιγονται,
λέγονται σ ανθρωπους, σε ποταμια, σε πετρες, στον ουρανο, σε δρομους..
-Κληρονομικα; ρώτησα..
Εβαλε τα γελια, του ρθε και βηχας..
Εκλεισα το τασάκι του αυτοκινητου, γεματο γοπες, αφηνε μια βαρια μυρωδιά..
-Καπνισε δάσκαλε, δε φταιει ο καπνός,
παλιες πνευμονιες,
μες στο κρυο μεγαλωσα,
δεν ειχαμε σπίτια, ουτε χωράφια, ουτε δέντρα,
ποια κληρονομικα; ; Τι να κληρονομησουν;
Τις πνευμονιες μου;;
Δεν είχαμε πλουτο..
Πλουτο εχει τ Αγρινιο!
Κι αυτού απαν στη Λευκάδα λενε, πολυ χρημα απ τον τουρισμο, κοβ'νε μονεδα..
Πηγε το πρωτο παιδι,
δυο χρονια διαφορα,
εχ' νε με την κοπελα, για δ'λεια πήγε..
-Έχει τουρισμο η Λευκαδα, είπα αψυχα..
-Γκαρσονι πηγε, μετα τ αλλο καλοκαιρι έκανε δικο του μαγαζι τα φτιαξε και με την κορη τ ιδιοκτητη τ μαγαζιου, γλιτωσε και το νοικι..
-Α. Ωραια, εχει μελλον στο νησι..
Κατάλαβε την διαδικαστική συμμετοχή μου στην κουβέντα.
-Γενονται ακομα εγκλήματα στο Ξηρομερο;
Γροθια στο στομάχι, δεν εκανε ρεπορταζ, γεφυρα έψαχνε, ετσι κανουν οι ανθρωποι..
-Τι εννοείς;, κι ανασηκωθηκα , εσφιξα τη ζωνη..
-Πηγε και τ αλλο παιδι πουλησα τα πρόβατα να τα βοηθησω να μη λεει ο συμπεθερος οτι ειμαστε φτωχολογια, διακονιαραιοι,..
Πηραν τραπεζια, ψυγεια,
άλλαξαν τεντες, δουλεψαν μονοιασμενα οπως τα μαθα απο μικρά,
αλλα ο διαολος εχει ενα καζανι για τον καθενα μας, φλογες απο κατω,
απολαυση απο πανω, σα το τσιπουρο που ηπιες..
Δεκα λεπτα εμειναν γι Αγρινιο..
-Πού θα σ αφησω;
Δεν απάντησε..
-Δυο αδερφια, δύο αδερφές τ απαγορεύει η εκκλησία, δασκαλε..
Ηξερα τις κονωνικες προφυλαξεις της εκκλησιας, ηξερα και το νομο της πολιτειας και της καρδιάς..
-Σπάνιο, αλλα το χω ξανακούσει, αν τα βρισκουν μεταξύ τους τα ζευγάρια αν κι ο συμπεθερος στη Λευκάδα δεν εχει προβλημα, ας κανουν πολιτικο γάμο..
-Πήγα σε δικηγόρο, στο διοικητη της Αστυνομιας στη Λευκάδα, του μιλήσαμε ολοι, η συμπεθέρα πήγε σ ενα μοναστήρι, "κατ οικονομιαν " είπε ο ηγούμενος,
ας προχωρησουν, ομως..
-Ομως; και είχε φανει ηδη τ Αγρινιο..
-Θελει ο μεγαλος να σκοτωσει τον μικρο..!
Καιν και Αβελ, Ιακωβ και Ησαυ,
δύο αδέρφια στην Αμφιλοχια πανω απ τα παλουκια του σύνορου των χωραφιων νεκρα, αυλες με μπετον χωρισμενες, αδερφομοιρασιες,
νυφες ξεμαλλιασμενες, πρωτοξαδερφα εχθροι, ανθρωποι, ηρθαν στο μυαλό μου.
-Στην Αγία Τριάδα θα σ αφησω, σε βολεύει;
-Περιμενα να πεις κι άλλα ξηρομεριτη για εγκλήματα τιμης..
-Στην Αγια Τριαδα λοιπον, μην ανησυχεις, παιζουν τα παιδια με σένα, με τον πατερα..
Ψαχνουν τα ορια τους..
Πού θα κοιμηθεις αποψε;
- Τελειωσε η τουριστικη σαιζον εδώ κι ενα μηνα, εδω στ Αγρινιο συμμαζευτηκε ο μεγαλος, περιμενει και παιδακι
λεω να πάω σ αυτόν,
εχω σπ τον Ιουνη να τ μιλησω..
-Να πας, αγορι περιμενουν...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου