Μέχρι τα μεσα της δεκαετίας τού '70 ερχονταν με τους γονείς του. Μια θηριώδης mercedes, βυσσινί, με σχάρα μαύρη.. Κάθε Αύγουστο έφταναν απ την Ηγουμενίτσα, ολο τον παραλιακο δρομο της Πρέβεζας, φερυ μπωτ, Ακτιο και γκάζι για Ριβιο εκεί ήταν το καλοκαίρι οι χωριανοι του πατερα του. Η μανα του ήταν Γερμανίδα, στο Ααχεν, σ ενα εργοστασιο γνωριστηκαν, παντρευτηκαν και γεννησαν τον Ραλφ ή Σταθακη για οσο εκανε διακοπες στο χωριό.. Κορναρε πανηγυρικά και γαμήλια ο πατερας του μολις εφτανε στα πάτρια εδάφη. Απ το χρωμα της mercedes και τα μπαγκάζια στη μαυρη σχάρα καταλαβαιναν οι φίλοι, όσοι ειχαν απομείνει -το χειμώνα χαθηκε κι ο Ντίνος ο συμμαθητής του-, οτι ηρθε για διακοπές ο μετανάστης, ο γκασταρμπαιτερ, το μοναχοπαιδι τ μπαρμπα - Σταθη ..αδέρφια και συγγενεις δεν τον περίμεναν,δεν ειχε κανέναν "Τόση περιουσία και τ'νε παράτησε να πάει στη Γερμανια", έλεγαν οι γνωριζοντες το Κτηματολόγιο του χωριού.. "Δε τα ξερετε καλά!! Μόνο παρατ'μενα δε τα χει, εγω κι
Η βροχή ξεπλένει τους λεκέδες της ιστορίας. Δε τρόμαξα ποτέ απ την βροχή. Ακόμη κι όταν με τρόμο άκουγαν τα μπουμπουνητα το καλοκαίρι κι έτρεχαν να σκεπασουν τις λιαστρες και μαυριζε ο ουρανός κι αφριζε το πέλαγο! Εκτελουσα πιστά τις οδηγίες, υπάκουος στον πανικό της βιοπαλης, στους αναστεναγμους της μάνας, στην αγωνία του πατρός.. Εκτελουσα κουβαλώντας νάιλα, πανια, στρωσίδια, εφτιαχνα αντερειδες αυτοσχεδιες, στηρίγματα στο χώμα που μυριζε ήδη από τις πρώτες σταγόνες.. Κάθε χοντρή σταγόνα που έπεφτε στους ωμους μου σα δευτερόλεπτα χρονομετρου με παρκινσονικη επιτάχυνση ήταν μια υπενθύμιση της ρευστότητας της ιστορίας.. Και δυνάμωνε η βροχή, συσσωρευοταν το νερό, άθροιζοταν οι σταγόνες, οι ώμοι βρεγμένοι, ούτε ένα σημείο στεγνό στο βρώμικο μπλουζάκι, τα αφανοειδη μαλλιά αντιστάθηκαν, αλλά υπέκυψαν κι αυτά, κολλησαν στο κρανίο, και τα μπροστινά μαύρη φλοκάτη του μετώπου άγγιξαν τα φρύδια.. Με ναυτικό κόμπο έδεσα την τελευταία αντερειδα, μια τριχιά που μυριζε γιδιλα σε μια έφηβη κο