Δύο μοναχικοί ευκάλυπτοι "αποπερα" ,
έτσι λέγαμε τη δυτική πλευρά της Αμβρακιας.
Λιναρακια, βρύση,
τριάντα μέτρα βόρεια.
Άθλιο δέντρο, ρίχνει φύλλα,
ρίχνει φλούδες..
Ποιος τους φύτεψε μες τα πουρνάρια,
τις δάφνες, τις κουκουρεφτιες;
Ποιος έσπασε το σφιχτό πράσινο με ξενικά είδη;
Ούτε κοάλα είχαμε να βοσκήσουν..
Παρακάτω, με κάνα δυο σάλτα έφτανες στο μοναδικό καλαμιώνα της λίμνης..
Δεν είναι βάλτος και βούρκος το Παπαδαταικο το πέλαγος..
Δύο κανάλια ανέμων ανατολικά και δυτικά του Αγριλου,
ένα απ το Λουτράκι και τον Αμβρακικό
κι ένα απ την Αμφιλοχία και αζιμουθιακά απ τα Τζουμέρκα το ταράζουν.
Τάραζαν κι εμένα.
Το κοίταζα.. Με κοίταζε..
Η αναταραχή των νερών δεν επέτρεπε βαλτωμα..
Μήπως αυτό δε γίνεται και με τους ανθρώπους;
ούτε καλάμια, ούτε βαλτόνερα στο πέλαγος.
.Μονο κύματα, μαΐστρους, βοριάδες και κυπρινια..
Τέλος Αυγούστου,
τα χωράφια γυμνά,
καφετιά, ανομβρία.,σκόνη,
αφυδατώθηκα, ξεράθηκα..
-πάω για κυνήγι, λέω στη μάνα
Παίρνω το φλωμπερ, δώρο του πατέρα για κάποιο ανδραγάθημα,
Σαιντ Ετιέν μάρκα..
Άγιος Στέφανος το επίσημο όνομα του οικισμού, φυσίγγια, σακίδια,
ούτε η ομάδα Δέλτα των Αμερικανών πεζοναυτών δε φοράει τόσα.
Όχι κατά τον Πέταλα,
έβραζε η ασφακα και το παλιούρι,
αλλά βουρ για το πέλαγο..
-Θα τουφεκίσεις κυπρίνια;; ρώτησε ο πατέρας..
-πάω για παπιά .., είπα.
-Αύγουστο παπιά;;
Σάρκασε ο βετεράνος κυνηγός...
Κανε κατά τα Λιναρακια κι εκεί στη βρυσούλα τ Τολιά να βρεις κάνα τρυγόνι.
Στο νερό πάνε τα πουλιά τώρα.
Στο νερό τα πουλιά, στο νερό κι εγώ..
Πέρασα το γιοφύρι, χαιρέτησα τους Χαραλαμπαίους,
πέρασα τους μισητούς ευκαλύπτους..
Ε χωπ.. Ε χωπ πέρασα και τη δεύτερη πεζούλα πριν τον καλαμιώνα.
Ακινησία, αργό οπλισμα του φλώμπερ..
Προμυωπικη όραση, σάρωση του πεδίου..
Τίποτα άξιο λόγου για την όραση..
Μόνο καλάμια ακίνητα,
δεν είχε ξεκινήσει ο μαΐστρος
Ήχοι όμως, ήχοι πολλοί, άγνωστοι, πρωτάκουστοι..
Τσιρίγματα, κελαηδήματα,
ουδέτεροι, κοροϊδευτικοί , τρομακτικοί, , αόρατες οι πηγές τους..
Σ ευθεία το σπίτι,
μια μπουγάδα απλωνόταν στην ταράτσα απ τη μάνα..
Δίπλα το καφενείο τ Κοκιου,
δύο τραχτερια,
τρία αγροτικά,
ένα λεωφορείο DAF άφηνε επιβάτες..
Τελευταίες εικόνες..
Έβγαλα τα παπούτσια
σήκωσα το φλωμπερ να μη βραχεί και μπήκα μέσα στην πανδαισία ήχων..
Αργό συρτό κάθε βήμα,
το νερό ανέβαινε,
με τ άδειο χέρι,
με το στήθος,
ακόμη και με το κεφάλι άνοιγα τα καλάμια..
Οι οικοδεσπότες σώπασαν, σταμάτησα κι εγώ..
Τεταμένες οι αισθήσεις,
αδρεναλίνη..δροσερό νερό στον αφαλό πια..
Κριιιχ.. κι ένας κυματισμός αριστερά μου..
Μονο την ουρά πρόλαβα να δω..
Μπλε,!! Αλκυόνα σκέφτηκα..
Τα καλάμια κουνιούνται ακανόνιστα..
Ο ήλιος ανέβαινε.
Άπνοια και τείχος τα καλάμια..
Μένω ακίνητος για πάνω από δέκα λεπτά ν αφουγκραστώ το ρυθμό,
να με δεχθούν εν σιωπή τα πουλιά.
Ξεθάρρεψαν..
Άρχισαν τους ήχους τους..
Μόνο αυτοί υπήρχαν..
Δεν άκουγα πια ούτε τ αυτοκίνητα της παρακείμενης εθνικής οδού,
δεν άκουγα τα αγροτικά μηχανήματα των καπνοπαραγωγών,
δεν άκουγα και τις φωνές της μάνας που χε κατέβει στο πέλαγος...
Αυτή είναι νερόκοτα σκέφτηκα για ένα αστραπιαία πέρασμα πουλιού..
Τσικνιάς, καλαμοκανας..
Αφόπλισα με το κλείστρο το φλωμπερ
Προχωρούσα στον κόσμο τους
Νερό, κολύμπι, φωλιές..
Το νερό είχε φτάσει στο στήθος..
Είχα διασχίσει τον καλαμιωνα και ξανάβλεπα το σπίτι μου..
Η μάνα στην απέναντι πλευρά να κουνάει τα χέρια..
-τι να γίνε;;, αναρωτήθηκα .
Σήκωσα κι εγώ τα χέρια ως χαιρετισμός ταξιδεύοντος με πλοίο..
Μόνο μαντήλι δεν είχα..
Σήκωσα το φλωμπερ ως στρατιώτης του Κόκκινου Στρατού που μπήκε στο Βερολίνο!!
Η ανταπόκριση δεν ήταν ίδια,
δεν ήταν αμοιβαίο.
Το χέρι της ως χατζαρι σε κρεοπωλείο ανεβοκατέβαινε.
Χμ.. απειλητικό είναι. σκέφτηκα
Γύρισα σε καμία ώρα σπίτι..
Άδεια σακίδια,
άδεια λουριά πουλιών,
γεμάτος ήχους εξωτικούς μιας γλώσσας που ξέρω καλά..
Βρεγμένος ως γάτα..
- Θα σε λιανίσω καημένε, φώναζε η μάνα..
Εκεί που πήγες ήταν παλιά οι ποτίστρες για τ άλογα τ χωριού!!
Είναι σκαμμένο από παλιά, είναι βαθύ κι απότομο, δε φαίνεται..
-Δε μ το πες όταν έφυγα, δικαιολογηθήκα..
-Ούλα εγώ θα στα λέω;
- Εσύ και τα πουλιά ρε μάνα..ποιος άλλος;;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου