- Κάτι τρέχει στα γύφτικα!Σιδεράδες, του Ηφαίστου παιδιά..Καλαθοποιητες..Κόφες, καλάθια, κανίσκια..προ πλαστικής ζωής..Καλάμι και λυγαριά στους αρμούς και στα χερούλια..Είχε κι έχει λυγιες το πέλαγο...Πεντάφυλλες, μοβ λουλούδια, βαριά μυρωδιά.Είχα φτιάξει παλούκια, στηρίγματα, βίτσες..Άφθονες κι απαξιωμένες..Δεντρωνε καμία μετά από κλάδεμα έτσι για τον ίσκιο της αργατιας που κολάτσιζε αυγά βραστά, ψωμί με μυρμήγκια συνδαιτυμόνες.Στο φύτεμα, στο σκάλισμα, στο πότισμα..- E.. Για ίσκιο καλή είναι..-για το σύνορο με το Μενέλαο την κρατάω, αλλιώς θα την έκαιγα..-Κούφιος βλαστός, σα χαρτί καίγεται.-Αυτή κι η συκιά ούτε για τ φωτιά δεν κάνει και καλά η συκιά έχει τα σύκα, αυτή τι έχει?Τον τόπο πιάνει!!.Απ τ' στροφή τ' Μπεσα απ την Αμφιλοχία ερχόμενο φάνηκε καραβάνι..Πλησίαζε, παράτησα τις αρμάθες κι ανέβηκα στην ταράτσα να δω..Μαύρα άλογα, κάρα άλλα κάμπριο,άλλα σκεπασμένο θολωτά με πανί βρώμικο, γκρίζο..-Γυφταιοι είναι, ανήγγειλα πρώτος το νέο..-Σταμάτησαν?-πάνε κατά το πέλαγος..Σηκώθηκε η μάνα μου, κοίταξε..Δε μίλησε..-καλαθαδες είναι, θα μαζεψνε λυγιες..Να πάμε εκείνη τ καρέκλα Κωσταντω- Κι η κόφα κόπηκε, απάντησε η μάνα..Ω.. Ναι κυκλικός καταυλισμός..Τροχοτσαντιρια.θυμήθηκα τους Αβαρους και την έκπληξη των Βυζαντινών..Δε πας κι εύκολα κοντά τους..Αλλά εδώ ήταν το χωριό μου.Είχα προτεραιότητα.Τ άλογα λύθηκαν απ το φορτίο της έλξης των νομάδων..-Παν τα μποστάνια!!, έβαλε το πουπουι η μάνα μου..- Είναι ευγενικά τ άλογα Κωσταντω, δεν είναι γίδια..-Μωρέ για τα γυφτόπουλα λέω..Χατζαρες, τσεκούρια, σπαθιά, γιαταγάνια, λάμες έλαμπαν στον ήλιο τ απογεύματος..Θάμνοι, συστάδες τ απαξιωμένου φυτού γινόταν δεμάτια ευθύγραμμα..Ποια πλαφόν και ποιοι στόχοι παραγωγής?. Όλα στο μάξιμουμ!Τρεις μελαψοί μες τη συστάδα κατάπιναν τη ζούγκλα των λυγαριών ως Βιετκονγκ,πέντε γυναίκες τις μαδουσανκαι το ξυπόλητο τάγμα τις έσερνε στον καταυλισμό του καραβανιού..Έτσι κάνουμε κι εμείς σκέφτηκα.Οι άντρες τη βαριά δουλειά,οι γυναίκες την επιμέλεια κι η μαρίδα τα συμπληρώματα..Έψαχνα κι άλλο ψάθινο για επισκευή..Νύχτωσε..Αυτοί στην ύπαιθρο κι εγώ στην ταράτσα..Τον ίδιο ουρανό βλέπαμε..Οχι δε φοβηθήκαμε τίποτα,ούτε για τις κότες,ούτε για τα μποστάνια, χαλκό δεν είχαμε..Ξημέρωνε.μες στα κάπνα εμείς,μες τις λυγιες αυτοί..Μειώναμε το πράσινο,αυξάναμε το εισόδημα.-Πάρε τις κόφες και τραβά να τις φτιάξουν..εντολή πατέρα..έσερνα μια κόφα μέχρι το ύψος μου..Άγνωστη γλώσσα, όλοι μαζί μιλούσαν.Χρώματα και χάντρες στα καπίστρια των αλόγων,ιδιοκατασκευές στις ρόδες των τροχοτσαντιριων..Λάστιχο φαλακρό. προσαρμοσμένο στην κλασική ακτινωτή ρόδα του κάρου..Είχαν ιεραρχία..Κάνεις δε μου μίλησε..Ούτε κι εγώ..Πίσω από μια στοίβα λυγαριές πρόβαλε άντρας ψηλόλιγνος, αξύριστος, άσπρα γένια στο μελαμψο μάγουλο..- Μπορείς να φτιάξεις την κόφα, μια καρέκλα κι ένα κανίσκι που χάλασε.? .Πήρε την κόφα,η σιωπή σταμάτησε και το μελίσσι των τσιγγάνων ξανάπιασε δουλειά...- Ελα κατά το γιόμα, φέρε και τ άλλα.Κι άλλος απ το χωριό αν θέλει,έχω και καινούρια και καλάθια και κόφες..-Θα το πω..κι έφυγα..Με φώναξε..Γύρισα.-Αβγά κι αλεύρι να φέρεις..Έκοβαν,ξεφλούδιζαν τις βέργες, τις πέρναγαν από φωτιά που είχαν αναμμένη, έπλεκαν,τις στριφογύριζαν λες κι ήταν σπαγκος,γιόμισαν τον ορισμένο χώρο τους μικρά και μεγάλα καλάθια, τα φόρτωσαν, καμουτσικισαν τ άλογα κι έφυγαν..Θεριεψαν πια οι λυγιες..Θεριεψαν κι οι φωτιές..
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου