Σιωπουσε μετα απο καθε πρωτοτυπη σκεψη..
Σκεψη?
Μα αφου κι η καρδια του συμμετειχε..
Και το δερμα του,
ναι το δερμα του!
Ριγουσε..
Πρωτα η ραχοκοκαλιά κι αμεσως μετα οι τριχες του πήχη,
απ τον καρπο μεχρι τον αγκώνα..
Μες τη σιωπη του άκουγε μια επιβεβαιωση , μια πληροφορια, μια παρηγορια..
Ριγησε πρωτη φορα σ ενα πηλικιο αξιωματικού πανω απ το φερετρο σε μια κατηφορα πριν το νεκροταφειο..
"Θα γλιστρησει και θα πεσει" σκεφτηκε..
"Δε θα πεσει" απάντησε αγνωστη φωνη, άγνωστη η πηγή της..
Κοιταξε γυρω του..
Πρόσωπα θλιμμένα, πρόσωπα συλλογισμενα..
Δε μιλησαν αυτοι..
"Αυτοι σκεφτονται με τρομο τ ανθρωπινα.. Δεν εκπεμπουν τιποτα.."
Κοιταξε περα απ την συνοδεια της κηδειας..
Αγραμπελες μ αιθεριο άρωμα, ελιες με ζαρωμενο τον καρπό, αναβροχιά..
Επομενο level ο οριζοντας, στατικος, νεκρος, απλά οριοθετουσε το χωρο, το γεγονος..
Μια Robe di kappa μπλουζα πρασινογκρι εξω απ το μπλουτζην, την σηκωσε να σκουπισει τον ιδρωτα του..
Οταν την εφερε στο μέτωπο να πάρει τον ιδρωτα ειδε πάνω απ τον οριζοντα, ειδε ουρανο...
Χαμογέλασε με ρίγος..
"Εσυ μ απάντησες?"
Σταυρωσε με μια βέργα, ως ο γεωμετρης Αρχιμήδης το χώμα..
"Βγάλε νερό!!"
διέταξε μες το ξερικο λιοστασι..
"Δε χρειάζεται", ακαριαια ειπε η φωνη..
Γελασε..
"Σε δοκιμάζω, αν εισαι εδω.. Δε χρειάζομαι νερό"
απάντησε να δικαιολογηθει
Έτρεξαν να κρυφτουν τα πουλιά, γυρισαν πλατη πεισμωμενα τα δεντρα, μονο το Πουρναρι τον κοιταξε με αυστηροτητα.
" Μην παιζεις, μη ζητας, ξερουμε τι θα σου δωσουμε"..
"Τι δικαιούμαι? "
-Τίποτα!!
-Εισαι πουρναρι, πώς μιλάς? Πώς ξερεις?
-Ξερω, ξερω τρακοσια χρονια εχω εδω..
Ειδα τον προπαππο σου, τον παππου, τη γιαγιά, είδα ελιες, αγριλιες, παλιουρια, κοπάδια προβατα να σταλιζουν, κισσες να φωλιαζουν, ακουσα μονολογους, αναστεναγμους του πατερα σου, ερωτηματα..
-Τ απάντησες?
-Ειπε ενα βραδυ του 1968, αφού γεννήθηκες εσυ..
"δε βλέπω καθόλου τα παιδιά μου, ασχολουμαι με το λιοστασι και την επιβιωση περισσοτερο απ τα παιδια μου"
Ενας τυφλιτης τρομαγμένος απ το διάλογο, την ενταση του, την εχθρα των συνομιλουντων χωθηκε γρηγορα στη κουφαλα τού πουρναριου..
Ριγος στη ραχοκοκαλιά, στα χερια, κι οι τριχες της κεφαλης του ορθωθηκαν..
Σιώπησε το πουρναρι, τα παλιουρια δεν απαντησαν..
Ουτε ο Πεταλας,
τον οριζοντα του συνάντησε το βλέμμα του, με τα χερια στα μάγουλα του κοίταξε νοτια, δε μιλησε ο λοφος του Λιγοβιτσιου,
δυτικα σιωπηλό το δασυλλιο της Μαχαλας, ο Αη Γιώργης, η Βιγλα σιωπηλή.
Ο Μπουμπστος και το Περγαντι απ τον Ιουνιο και μετα αγναντευαν, φλερταραν το Ιονιο, το Μυτικα, τον Κάλαμο, την Ατοκο, τη Λευκάδα δε κοιταζαν προς τα δω.. .
Σηκωθηκε, βουτηξε τον κορμο του Πουρναριου..
-Γιατι δε μιλας?? Τ απάντησες?
Σιωπη,, απορια,μοναξιά, απελπισία...
Σαν αστραπή,
σα βέλος
καθετο άνοιξε την ινιακη ραφη του κρανιου, τρυπώσε μες τον πιο σκληρό μυ,
σα μυρμήγκι περπάτησε πάνω στις τριχες του πήχη του,
μια πληροφορία τόσο γρηγορη οπως το φως
"Τα προσέχω εγω τα παιδιά σου, προσεξε των αλλων εσυ"
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου