Αραξε τ αγροτικο ο γύφτος.
Ντατσουν κοκκινο με ζαντολαστιχα πλατια, μικρα δεν ειχε, ουτε γυφτισσα με λαχουρια..
Μονος με βερμουδα, σταυρό χρυσο, σαγιονάρα.
Αδεια η καροτσα, μόνο η παλάντζα κρεμοταν
-Καλησπερα ωρε λεβεντες, να πιω ένα καφέ;
-Φτιαξε ενα φραπε στο φιλο..είπα
Με κοιταξε
-Φχαριστω, πώς ηξερες οτι πινω φραπέ;
-Φραπέ πίνετε ολοι οι τσιγγάνοι το καλοκαιρι, το χω πρόσεξει,
και τον κρατάτε και μαγκικα,
σα δαγκανα κρατατε το ποτηρι απ τα "χειλη" του,
σαν νυχια αρπακτικού,
σαν αιτος που βουτά το θηραμα και φευγει για τον ουρανό..
-Εσεις οι μπαλαμοι πώς τον κρατάτε;
-Απ τα τοιχωματα του ποτηριου,
καποιοι δε τον πιανουν καθολου,
απλά σκυβουν στο ποτηρι,
φερνουν τα χείλια τους στο καλαμακι και ρουφανε...
Εφερε το φραπέ η καφετζου ,
με κοιταξε να επιβεβαιωσει το κέρασμα..
Ειχα ηδη βγάλει απ τη βρωμικη βερμουδα μου τ αντιτιμο.
Το πηρε αμεσως με το δεικτη και τον αντιχειρα,
σα δαγκανα ..
-Βιβα φιλο, ειπε ο γυφτος,
ο καρπουζας,
ο ρομα,
ο τσιγγάνος..
Κοιτωντας με πήρε το γυαλινο ποτηρι αργα στηριζοντας το απ τα τοιχωματα..
-Είδες τωρα που ξεπουλησες,
τωρα που ναι αδεια η καροτσα δε βιαζεσαι,
δε νιώθεις νομας ,
η νομαδικοτητα,
η προσωρινοτητα,
η βιασυνη καθοριζει και τον τροπο που πινετε καφε..
Δε βιαζεσαι πια,
ξεπουλησες.
Δε μ άκουγε,
απλά κοιταζε προς τον Αγιο Στέφανο..
Κοιταζε προς τα πανω σ ενα σπιτι με τρεις βαθυισκιωτες μουριες,
σε λιαστρες με εκατοντάδες αρμαθες καπνού
Κοιταζε και την αδεια καροτσα του ντατσουν, κοιταζε και τους αλλους που είχαν δικα τους μποστάνια,
και δε θ αγοραζαν ποτε καρπουζια,
κοιταζε κι εμενα..
Ηθελε να πει κι άλλα..
Τρωγόταν,
αδημονουσε,
πνιγοταν..
- Φιλο να σε πω κατιτίς;
-Πες μου...
-Με 80 κομματια ξεκινησα το πρωι..
"Βαρελες" απ το Λεσινι αυτου μέσα Χρυσοβιτσα, Μαχαιρα, Μπαμπινη, Μαχαλα εδωσα καμμια εβδομηνταρια ειπα να κανω κατα Παπαδατου δε βρήκα κανεναν,
μονο μια γιαγια που μου λεγε για το γέροντα της που τον
βάρεσε εγκεφαλικό..
Της εκανα καλή τιμή τα δυο κομμάτια ενα κατοστάρικο, δε πηρε
"τραβα, φευγα, μου πε, έλα τ'ς Παναγίας π θα ρθει το παιδι με την αγγονα, Μαρία σε μενα την έβγαλαν.."
-Αφου ξεπούλησες μη το πεις ουτε τ παπα.., είπα
-δεκα κομμάτια ειχαν μείνει,
εστριψα για εδω κατ..
Μόλις βγήκα κι ειδα τον καμπο σας - σηκωθηκε να μ δείξει τον Αγιο Στάθη εκεί που ξεπρόβαλλει η παραλίμνια περιοχη της Αμβρακιας σ όποιον έρχεται απ το Ξηρομερο-
, μολις λοιπόν ειδα τη γη σας,
σκέφτηκα,
θα μου μεινουν απούλητα,
θα χουν μποστάνια αυτοί....
Δεν τον προσεχα πια, δυο - τρεις χωριανοι μου πιασαν κουβέντα..
Με την άκρη του ματιου μου έβλεπα το φραπέ του να λιγοστευει,
με δυο τρεις ρουφηξιες και τη νομαδικη του βιασυνη ειχε αφήσει μόνο τον αφρό..
Πλησίασε στο τραπέζι μου,
καθισε, εσκυψε στ αυτι μου..
-Φιλο, συγγνωμη,
εχουν δει πολλα τα ματια μου.,
δουλευω, δεν κλεβω..
Ποιος ζει εκει πάνω;
Δε χρειάστηκε να γυρίσω κεφαλι, ηξερα..
-Τι εγινε; Γιατι ρωτας;
- Μου ξεφορτωσε ολο το ντατσουν..
δε τα ζυγισε,
με πλήρωσε
-Ε και; δεν εχασες!!
-Ποιος ζει εκει πάνω ; Τι θα τα κανει;
-Ε θα τα φαει!!
-Ποιος είναι;
-Αντρας, εργατικος, δουλευταρας..αφοσιωμένος στη Γη
ουτε σε παζαρέψε;
-Οχι..με πληρωσε γελωντας..
Φιλο, αυτον τον άνθρωπο μη τον χασετε..
Σηκωθηκε να φυγει,
κουνησε το κεφαλι σαν αποχαιρετισμο..
Μ αντιχειρα και δείκτη σα δαγκανα,
βουτηξε το μαρλμπορο και τον bic αναπτήρα απ το στρογγυλο μεταλλικό τραπέζι..
-Καλο βραδυ ολουθε, είπε
-Σιά πού θα κάνεις;
τον πρόλαβε η καφετζου.
-Αγρίνιο, Αη Βασηλιωτικα μενω..
Θα ματαρθω τς Παναγίας,
μεγαλη η χαρη της και σταυροκοπηθηκε βιαστικα, νομαδικα, ανεστια..
-Κάνε μου μια χάρη,
βάλε αυτο το τελάρο με τις μπυρες στην καροτσα και τραβα σ αυτο το σπιτι με τις μουριες..
λείπει το παιδι μ με τ αγροτικο..
μη παρεις τ άδεια,
αύριο πες του με τ αλλο τελάρο..
-Ποιος ζει εκεί πάνω; ρώτησε και την καφετζου.
-Αντρας, εργατικος, δουλευταρας..
να πας καμμια φορα θα πάρει κι ολα τα καρπουζια.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου