Έβλεπαν όνειρα σε κείνο το χωριό.
Και πώς να μη βλέπουν;
Νωρίς κοιμόταν, κατακοποι.
Με το που μεγάλωνε η νύχτα κι άλλαζε η ωρα τα παιδιά πρώτα,
η μάνα μετά το πλύσιμο των πιάτων κι ο πατέρας αφού επέστρεφε απ το καφενείο πηγαιναν για ύπνο
Απόψε δε θα ρθει, δεν ειναι καν στο χωριό.
Απ τ Αη Δημητριού και μετά κοιμάται στην τσιγκινη καλύβα στο λιοστασι.
Ειχαν μεινει κατι βαρέλια απο την πίσσα που εστρωναν το δρόμο,
τ ανοιξε με τσεκούρι,
τα οριζοντιωσε με την βαριοπουλα,
τον σκελετό με κατι πουρνάρια εφηβα κι έφτιαξε κονάκι μες το λιοστασι..
Το Μαη την εφτιαξε, μυριζει ακομη η πισσα των βαρελιών..
Πόρτα δεν εβαλε, το καλοκαιρι την βρηκε γεματη οχιες..
Τα μεσημέρια του καλοκαιριου εμπαινε λιγο για τον ισκιο..
-Δε βραζει ο τσιγκος, καταμεσήμερο;
Πώς τ αντέχεις; τον ρωτουσαν
-Πέφτει ο ίσκιος απ την ελιά,
κατ απ τη μεγαλη την ελια την έφτιαξα..,
απαντουσε περήφανα.
Τα λιοδεντρα δε ριχνουν ισκιο,
τα λιοδεντρα ριχνουν φύλλα,
πολλά φύλλα ολο το χρόνο..
Κι απ τον Σεπτεμβρη ριχνουν κι ελιες..
Πρασινομαυρο χαλαζι,
ακανονιστο ανάλογα με τον ανεμο..
Ουτε πορτα, ουτε καμιναδα προβλεψε..
Τον Μαη δε σκεφτεσαι το κρυο..
Αποψε έκανε κρυο..
Το πρωτο κρυο του Νοεμβρη..
Κρύο το σεντονι της,
κρυο το πάτωμα,
αυριο θα στρωσει και το υπολοιπο σπιτι..
Τα "βαριά" τα στρωσε προχθες,
κατι διαδρομοι έμειναν..
Το παιδι κοιμόταν,
αλλα παραμιλησε ξαφνικά,
μετά γέλασε μες τ ονειρο του.
Τιναχτηκε να παει διπλα του,
δεν άναψε το φως,
το χαιδεψε στο μετωπο..
Σταύρωσε τον κρυο αέρα πάνω απ το κρεββάτι του..
Ιέρεια με χρίσμα οχι απο τελετες και μυστήρια,
ιερεια - μανα,
ιερεια απο εννιαμηνη λαχταρα,
απο πόνο τοκετού,
ιερεια απο αγωνία.
Κατι ασυναρτησίες με τα χειλη σφραγιστά ελεγε ο οχταχρονος γιος της.
"... δηλατο,.. μπαλα.. μαμα."
Θυμηθηκε το φοβο της,
μη βγει το παιδί "μούτο",
μουγκό, κωφαλαλο.
Κι ο φόβος δεν εγινε ποτε αληθεια,
διαλυθηκε οπως η πρωτη παχνη του Νοεμβριου, το "τσιαφ".
Αφου δεν είχε πόρτα,
ανοιξαν το λιοπανο,
το εβαλαν τριπλό σαν κουρτινα..
Ο Φατμιρ, ο Αλβανός κραταγε κι ο πατερας το κρεμασε στ ανωφλι με το σπαγγο που ειχαν να δενουν τα σακιά..
-Μπαρμπα έκει σπιρτο;
-Εχω τσακμάκι, θα μας πνίξει ο καπνος,
δεν αναβουμε αποψε φωτιά,
αύριο θ ανοιξω τρυπα να φευγει ο καπνός,
ηταν Μαης όταν την έφτιαξα
να εδω ψηλά εβαλα το καπακι απ το βαρελι,
θα το βγάλουμε αυριο και θα φευγει ο καπνός..
Αυτη η βδομαδα ειναι..
κι το πρωι με το "τσιαφ" θ αναψουμε αποξω,
είναι κι εκεινες οι κλαρες να καούν..
Κοιμηθειτε τωρα.. Ονειρα γλυκά.!
Ο Φατμιρ κι ο ανιψιος του ο Αγκον που χε ερθει απ το Φιερι για να μαζεψει ελιες υπακουσαν.
Στρωματσαδα πανω στα σακιά,
τα χερια τους άγγιζαν τον κρυο τσιγκο..
Κρύο ενιωσαν τα ποδια της οταν βγήκαν απ το "απλαδι",
την υφαντη προικα της,
κι εφτασαν στο κατω μερος του κρεβατιού της.
Διπλο, συζυγικο κρεβατι, οπως το βρήκε οταν ηρθε νυφη..
Ηρθε νυφη με προικα, με φοβους, με ονειρα..
Φοβοι μαυροι οπως η πισσα,
γλιτσιασμενοι οπως οι ωριμες ελιες στο σακί
ονειρα κρυφα," μουγκά"..όνειρα.
Το πρωτοϋπνι δε το φοβοταν,
η κουραση, τα απλυτα,
το σιδέρωμα , το μαγείρεμα,
την βυθιζαν σε μακαριο υπνο..
Εκεινο τ ονειρο φοβοταν..
Εκεινο το μαύρο ονειρο..
Απ το Μαη και μετα, κάθε βράδυ..
Τρεις;; τέσσερις; τα χαραματα;;
Απ τ παραθυρα και το βαθυ σκοταδι καταλαβαινε την ωρα..
Απ τη θερμοκρασία καταλαβαινε τον ερχομο του..
Δε το πε σε κανέναν!
Ουτε στον αντρα της,
ουτε στη μανα της που ζουσε στ αλλο χωριο,
ουτε στη φιλη της την Αγγελω,
ουτε στον παπά που την ξομολογησε τον Δεκαπενταυγουστο..
Έβλεπε οτι ηταν μονη της
σ ενα κλουβί, πουλουσε κατι!
καντινα;
περιπτερο;
εκδοτήριο εισιτηριων;
Γκισέ τραπέζης;
κλουβι πάντως!!
Ενα παιδι ακίνητο απέναντι να την κοιταζει,
ενας αντρας να της ζητάει τις εισπράξεις,
ένας ληστης με απειλη οπλου να της παιρνει τα κοσμηματα,
ενα μονόπετρο και δύο σκουλαρίκια,
δωρα απ τον πατέρα της στο γαμο..
Εψαξε τηλεφωνο να πάρει την αστυνομια,
το καντραν ηταν "κούφιο", σάπιο,
το 100 πατησε, κανεις δεν απάντησε...
Τρόμος!
-Ο Αγκον ντεν έκει καρτιά ειπε πρωί - πρωί ο Φατμιρ.,
αμα ντει εκατο κι αστυνομία τα κρυφτει εντω τις κλαρες..
-Απλωστε πανιά Φατμιρ, δε σκότωσε και κανέναν, άιντε τρεις μερούλες μεινανε..
Πατησαν πάνω στην παχνη που εσβηνε..
Το ξύπνησε, το εντυσε, το τάισε, το ετοίμασε για το σχολείο..
-Θα σε παω εγω μεχρι το προαύλιο.
-Γιατι μαμά;
-Εχω κι αλλη δουλεια επείγουσα, κι άργησα κιόλας..
Τον αφησε στο προαύλιο,
ουτε γυρισε να την δει, ετρεξε για τους φιλους του,
ουτε γυρισε να τον δει,
πνιγοταν, εφτα μηνες ,
απ το Μαη υπεφερε..
Μια γρια, που χε χασει τον αντρα της εδω κι εφτα χρονια, τον ενα γιο της και το γαμπρο της το τελευταίο εφταμηνο
κι οι χωριανοι ελεγαν οτι εξηγεί τα όνειρα ζούσε πισω απ το σχολείο..
Δεν ακουγε,
αλλα οι χωριανοι,
κυριως οι γυναίκες άλλοτε κλεφτα,
αλλοτε φανερα,
αλλοτε από περιέργεια καλυμμενη με παρηγορητικη διαθεση πήγαιναν..
Πηρε κι ενα "φιλεμα" απ το παντοπωλείο, καφέ και ζάχαρη..
-Το και το, θεια "Νειροκριτω", -ετσι την ειχαν ονομάσει-με ξυπνα καθε βράδυ, φοβάμαι.
Δε μιλησε, η "Νειροκριτω"
-εφτά μηνες το ιδιο όνειρο;
Δε μιλησε η "Νειροκριτω"
-κιο δε μ λειπει τίποτα! Το παιδι γερό, ο αντρας μου δουλευταρας..
Δε μιλησε η "Νειροκριτω"
-Ποιος διαολο με κυνηγάει καθε νυχτα;;
Δε μιλησε η" Νειροκριτω"
-Φευγω, σ ευχαριστώ, σ αφησα καφε και ζάχαρη..
-Φύγε, εχετε ελιες φετο;
-Έχει, παλευει ο αντρας μου με δυο Αλβανους..
-Καλά διάφορα, εφτα - ένα θα πανε φετο, τα κρύα δινουν λαδι, να στείλεις και σε μενα και στην εκκλησια λιγο λαδάκι..
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου