Είχα κατέβει σαββατοκύριακο μετά την εξεταστική του Σεπτεμβρίου.
Μ ήθελε ο πατέρας μου να μαζέψω τον αγωγό, τις σωλήνες ντε που έφερναν νερό απ το πέλαγο στα χωράφια..
Ναι ξέρω - ξέρω, δάσκαλος είμαι,
αρσενικό ουσιαστικό οι σωλήνες-τους σωλήνες κι οχι θηλυκό.
Όπως η ψήφος που ναι το σωστό κι όχι ο ψήφος που θυμίζει τον "ψόφο τον κακό",
έτσι καταριονταν η μάνα μου κατι ανοιχτοχρωμες α'λπες που επνιγαν τα κουτορνιθια της..
Άργησα να ξυπνήσω, είχαν "κάψει" οι σωληνες από το γαιδουροκαλοκαιρινο ήλιο του Σεπτέμβρη.
Μ ένα φραπέ στο χέρι,
σ εκείνο το σεικερ το μπεζ με το καφέ καπάκι, αφού είχα πασαλειψει ολον το μαρμάρινο νεροχυτη,
ενα καρφωμένο νάιλον με λουλουδάκια που οταν μεγαλώσουν θα γινουν πλακάκια, έκανα κατά το πέλαγο παράλληλα με τον αγωγό..
Στην έβδομη σωλήνα, ήμουν δηλαδή 7χ6= 42 μέτρα απ το σπίτι..
-Στέλιο, γύρνα!!
-Έριξα κάτι μπινελίκια, κοίταξα τον ουρανό για συγχώρεση..
Ένας γνωστός, χωριανός, έμπορος πια στ' Αγρίνιο είχε καθίσει ήδη στην αυλή.
- Γειά σας, και αφησα το σέικερ με γινατι, όπως οι χαρτοπαιχτες τους άσσους,
οπως οι ταβλαδοροι τα πούλια
μπρος του..
(Μου έκανε γκριμάτσες ο πατερας μου να είμαι φιλοξενο παιδι..)
-Καλώς το δάσκαλο,
μες την καλή χαρά ο χωριανός, ο έμπορος.
Συνέχισε :
"Πότε με το καλό το πτυχίο;;"
Μόλις είχα γυρίσει από εξεταστική που μάλλον δεν είχα και πολλή επιτυχία, τι να τ πω τώρα ;
-Τ χρον ' απάντησα και σκουπίσα τα φραπεδομενα δαχτυλα μου απο τη μπλούζα, εδω μπρος στην κοιλιά, όπως εκανα μικρός..
-Ο κύριος Κώστας έχει μια πρόταση για σένα, άκου, σκέψου κι αποφάσισε.., ψέλλισε ο ευγενικός πατήρ..
Δε τον άφησα να τελειώσει, μες την εφηβική μου νευρικότητα.
- Έχει αγωγό και θέλει να του μαζέψω τους/τις/ τ@ σωλήνες;;
-Όχι, όχι μια ζωη βιάζεσαι..
Άκου πρωτα μια φορά, άκου..
Σήκωσα το βλεμμα..
-Στέλιο, δυο λεπτά θα σου πάρω να τελειώσεις τον αγωγό κι αύριο με το καλό να πας στις σπουδες σου, δυο χρόνια φανταρακι και να κάνεις σπιτικό, οικογενεια με το καλό, πρώτα ο Θεός..
Ξεροβηχας..
Κοίταζα ηδη προς τον αγωγο,
άλλωστε ο/η / τ@ τεσσαρακοστη/ος/ @ σωλήνα εκεί που τελείωνε το δίκτυο,
ηταν στα πόδια μας..
Ανοιχτό κυκλικό στόμα, τ αρσενικο που λεγαμε ως διογκωμενος φαλλος, σκληρός μεταλλικός, γαλβανιζέ, καυτός από τον ηλιο..
Συνέχισε ο επισκέπτης, ο Κωστας, ο χωριανός, ο εμπορος
"Σκέφτηκα, το συζήτησα χθες το βράδυ με τον πατερας σου, γι αυτό ηρθα, ηξερα οτι εισαι εδω.."
Ο μονος ήχος η τελευταία ρουφηξια απο τον φραπέ μου,
εκεινος ο λαιμαργος ηχος του αφρού με αέρα..
-Είναι μια καλή κοπέλα στ Αγρίνιο, δασκάλα κι αυτή, δυο διαμερίσματα, ελιές στον καμπο, να γνωριστείτε.. Τι λες; Εσένα σκέφτηκα πρώτον, σκέψου κι απάντησε, κι αύριο αν θες πίνετε εναν καφέ..
-Θα τελειώσω τους/ τις/ τ@ σωλήνες και θα φύγω γι Αθήνα ακόμη και με τα ποδαρια μου.
Σηκώθηκα, φιλόξενος ων κι επι πατρική παραγγελία ευχαρίστησα κι αποχαιρέτησα..
Άλλαξα σχέδιο, ξεκλειδωνα από το τέλος του αγωγου, προς το πέλαγο τους/τις /τ@ σωλήνες, βίαια χώριζα το αρσενικό απο το θηλυκό..
Πριν τη δεύτερη φάση που ηταν η περισυλλογή και το ποστιασμα πίσω απο το υπόστεγο,
κατω απο την κορομηλια μπήκα στο κονάκι για νερό..
Σ ενα μπουκάλι εναμιση λίτρου με πορτοκαλι καπακι που εγραφε Fanta ηταν το κρύο νερο..
Περιμενε και παρακολουθούσε το λάρυγγα μου η μανα,
να τελειώσω το ξεδιψάσμα,
το προκληθεν απο το γαιδουκαλοκαιρινο Σεπτέμβρη ,
από τον αγωγο,
απο το Φθινόπωρο,
από τη δίψα για αλήθεια..
-Τι λες; τι σκέφτεσαι;
-Μετρησα, εφτιαξα σαράντα μοναξιες.!
Τους/ τις / τ@ μαζεύω και φευγω γι Αθήνα..
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου