Δε θα βάλω ξυπνητήρι!
Πότε δε χρειάστηκα ξυπνητήρι την παραμονή των Χριστουγέννων.
Κατά τις πέντε το πρωί θα 'μαι απίκο!
Πέντε έξι φορές θα στρίψω τη μίζα να πάρει μπρος,αργεί με το κρύο,
ε.. θα ξυπνήσω τον πρώτο όροφο,
ας ξυπνήσουν δε με νοιάζει..
Χριστούγεννα έρχονται.
Αυτό που με νοιάζει είναι να φτάσω αθόρυβα στο χωριό..
Να μη με καταλάβουν,
θ' αφήσω τ αυτοκίνητο εξω,
πολύ πριν την είσοδο,
ίσως το χώσω και μες το δασυλιο τ' Αη Γιωργη,
ίσως τ ανεβάσω και στην Παναγία,
στο νεκροταφείο, οχι- όχι δε ξεκινούν τα κάλαντα απο πεθαμένους,
στον Αη Γιώργη θα τ' αφήσω, όχι στο δρόμο μη με υποψιαστεί κάνας πρωινός περαστικός..
Τους παίρνει καμιά φορά αργά το ξενύχτι, γιορτάδες μέρες είναι,
ξεκίνησε και το χαρτοπαίγνιδο σε κάτι καφενεία..
Θα κουμπώσω το παλτό, "ψαροκόκκαλο" το' λεγε η θεία απ' τ Αγρίνιο που μου το ' φερε δώρο μόλις πριν από ένα μήνα,
τ' Αγίου Στυλιανού,
θα βάλω τα μάλλινα γάντια,
τρύπια απ' τ' άκοβα νύχια μου κι απ' το ποδόσφαιρο,
τερματοφύλακας έπαιζα χειμώνα - καλοκαίρι,
με φώναζε η μάνα μου
"κράτα τα για το χειμώνα, τα πρωινά στο σχολείο,
μέχρι ν' ανάψει τη σόμπα ο Ρίκος,ο δάσκαλος,
κράτα τα για το πρωί που θα πας για τα κάλαντα"
Τα μποτάκια τα μπεζ, καστόρ με κάποτε άσπρη γούνα μέσα,
κροτάλιζαν μες το χάραμα, πάνω στα χαλίκια.
Στη στροφή μετά την Αγία Παρασκευή ένα σκυλί με κατάλαβε, μ' άκουσε, με μύρισε..
Γαύγισε μια - δυο φορές..
-Σςςς! Σςς!
Η πρώτη μου φωνή,
ο πρώτος φθόγγος,
εκείνης της μέρας π' αργούσε ακόμη να ξημερώσει..
Συλλογιζομουν στο έμπα του χωριού,
αν θα παω στ' Απαν' ή στα Κατ',
αν θα βρω το Δήμο και τους Γιώργηδες για να πάμε για τα κάλαντα ή τους Νικολάδες και τον Κωστάκη μπρος στ' μπάρμπα Τάσιου το καφενείο;
Μία κλούβα λευκή,
έτριζαν τ' αμορτισέρ,
κουβάρι απ' το κρύο ο οδηγός,
με τη γλώσσα έξω ο συνοδηγός,
ένα κυνηγόσκυλο φρεσκοξυπνημένο, ντούρο, έτοιμο να τρέξει από θάμνο σε θάμνο,
από βράχο σε βράχο να ξετρύπωσει θηράματα ν' ανταμειφθεί.
Κυνηγοί ήταν οι μόνοι ξύπνιοι..
Μύριζε καφέ και τσιγάρο η αγορά,
τα τζάκια και τα φώτα ήταν ακόμη σβηστά στα σπίτια κι οι σόμπες πετρελαίου kresky δεν είχαν πάρει ακόμη μπρος απ' τους αγουροξυπνημένους καφετζήδες,
ήταν αφοσιωμένοι στο πετρογκάζ με τη γαλάζια φλόγα,
στο μπρίκι, στους καφέδες ..
Τις ήξεραν τις παραγγελίες των γερόντων που ροβόλησαν απ' τα καλντερίμια,
των κυνηγών που είχαν ραντεβού..
Από μια γωνιά κρυμμένος είδα το Τσίλια,
τον Βαγγέλη, τον Σιούλα, το Γιαννάκη με τα φυσεκλίκια, τις καραμπίνες, τα σακίδια. Άκουσα δυνατές καλημέρες , ρουφήγματα χειλιών σε χοντρό φλυτζάνι,
άκουσα σχέδια και τόπους ,
άκουσα σκυλιά ν' ανασαίνουν ανυπόμονα, πόρτες αυτοκινήτων να κλείνουν ,
κινητήρες ν' αφήνουν λευκό καπνό και μυρωδιά βενζίνας και να φεύγουν προς την Κατούνα ..
Ερημιά κι ησυχία και μια υποψία αυγής..
Τα δύο γερόντια στο μπάρμπα Τάσιο,
άλλα δύο στο Βαγγέλα,
στο Νταλκά,
στο Νταμήτρα δεν ήταν ικανά ν σπάσουν τη σιωπή του πρωινού,
δε μιλούσαν καν,
μόνο ξερόβηχες ακούγονταν μετά την πρώτη ρουφηξιά οχι του καφέ,
αλλά του τσιγάρου με το ροζ φυλλάδιο..
Τσιμπήθηκα να δω αν ζω,
μου πέρασε η ιδέα να γυρίσω στ αυτοκίνητο, να επιστρέψω Αγρίνιο,
είχα δουλειές , ψώνια να κάνω..
Έψαξα τις τσέπες μου για το κινητό,
να δω τι ώρα είχε πάει,
για τα τσιγάρα,
ν ανάψω ένα και να φύγω..
Το χέρι μου έπιασε ενα τσαλακωμένο, βρώμικο μαντηλάκι,
με γαλάζια μπορντούρα,
πάντα μου το έβαζε η μάνα μου για την μύτη ,
το συνάχι, το βήχα που ποτέ δε μ' άφηνε..
Δεν υπήρχε κι ένα αυτοκίνητο να πάω στον καθρέφτη του να δω το πρόσωπο μου,
είχαν φύγει όλα..
Άγγιξα το πρόσωπό μου και με τα δυο χέρια, στα μάγουλα δεν υπήρχαν γένια ,
στο μέτωπο δεν υπήρχαν ρυτίδες,
τα γυαλιά έλειπαν, μάλλον τα ξέχασα από βιασύνη στ' αυτοκίνητο ή και στο κομοδίνο στ' Αγρίνιο.
Άνοιξε η πόρτα κι ένα φως απο της θεια- Λευτερίας το σπίτι, βγήκε ο Νίκος..
-Απο πού θα ξεκινήσουμε;
Κάνε γρήγορα,
θα μας προλάβουν τα παιδιά απ τον "Τούρκο", άκουσα θα κατεβουν κι απ' τ' Απαν',
δε θα μαζέψουμε φράγκο αν αργήσουμε..
Όσο μιλούσαμε σαν αστέρια φωτίζονταν ένα ένα τα σπίτια,
πόρτες έτριζαν στο άνοιγμα,
παιδιά σ' όλα τα σοκάκια,
σ ολες τις αυλές, ουράνιοι θίασοι,
εξαισιες φωνές!!
"Να τα πούμε;"
Άκουγα την μαγική πανδαισία καλάντων,
δε ξεκουνηθήκαμε να προλάβουμε κι εμείς κάνα σπίτι!
-Πάμε κι εμείς προς τα Ζαφρέικα Νίκο, δεν ακούγεται από κει τίποτα..
Δεν πήρα απάντηση,
είχε φύγει ο Νίκος, αν είχε έρθει ποτέ,
αν ειχε ανάψει το φως της θεια- Λευτερίας..
Μαζί με το λυκαυγες έφτασα με τη γλώσσα έξω στον Αη Γιώργη,
μπήκα στ' αυτοκίνητο,
η μίζα δεν ανταποκρίνονταν,
κοίταζα το χωριό μεσ' απ' το παρμπρίζ..
Κρύωνα..
"Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν,
αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις."
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου