Θυμάμαι μεγάλες νύχτες μες τα μάτια ανθρώπων..
Νύχτες αξημέρωτες..
Το πηχτό σκοτάδι δεν είναι νύχτα,
έχει μάζα, όγκο,
βάρος,
αντίσταση στην κίνηση..
Η μεγάλη νύχτα των ματιών είναι άδεια,
κενή, ούτε αύρα,
ούτε αιθέρα έχει,
αυτά έχουν υπόσταση,
το άδειο, το κενό είναι κύμα ,
όχι ύλη..
Το σκοτεινό βλέμμα έχει πίκρα, θυμό, οργή, συσπειρώνεται, συστέλλεται, συμπυκνώνεται,
συσσωρεύει ενέργεια για να εκραγεί αύριο το πρωί,
μόλις βγει ο ήλιος απ την Κυρα - Βγένα..
Το άδειο,
της μεγάλης αξημερώτης νύχτας, είναι στατικό,
ανενεργό,
αυθυποστασιάζεται,
δεν έχει εκτός εαυτού του την αιτία ύπαρξης του,
δεν είναι καθρέφτης συναισθημάτων, καθρέφτης της ψυχής..
Η ψυχή έχει πάθη,
είναι κι όμηρος των γεγονότων,
των υπαρκτων,
αυτών των μοιραίων γεγονοτων της ημέρας, της φωτισμένης απ τον ήλιο που έκανε ενα σύντομο ημικύκλιο στον ουράνιο θόλο,
απ την Κυρα - Βένα εφτα κι είκοσι το πρωί μέχρι τα βουνά πίσω απ' τ' Αγγελοκαστρο πέντε και μισή τ' απόγευμα..
Το κολατσιό μέτρησα τις μέγιστες σκιές απ' τις μπασκέτες του σχολείου..
Οι μπασκέτες έχουν ύλη,
μέταλλο και φάιμπερ γκλαςς,
έχουν χαρακτηριστικά,
πράσινες , κρύες..
οι σκιές τους είναι η πραγματική νύχτα,
άδειες από ύλη και συναισθήματα..
Άδειο βλέμμα, νύχτα μέσα στα μάτια της όταν της ζήτησε χωρισμό,
μεγάλη νύχτα στα μάτια της τ' απεριποίητα χωρίς χρυσές σκιές όταν έψαχνε μ' αγωνία το γιο της :
"τον είδες πουθενά βρε Στέλιο; Δυο μέρες λείπει."
Άδειο βλέμμα,
το λαδί χρώμα των ματιών είχε γίνει άσπρο ,
αρκτικό χωρίς Σέλας,
μοναξιά λευκής αλεπούς στα βόρεια του κήπου,
έκλαιγε μη μπορέσουν να λιώσουν τα δάκρυα της τον πάγο,
μού το είχαν πει στο Λεχουρι Καλαβρύτων :
" η βροχή τρώει τον πάγο, δάσκαλε, όχι ο ήλιος!."
Την πήρα αγκαλιά!.
"Έλα, συγχώρεσέ τον, συμβαίνουν αυτά.. Κουρασμένος είναι, είπε μια κουβέντα παραπάνω, κι αν δεν την έλεγε σε σένα σε ποιαν θα την έλεγε;;"
-Κοιταξε με!!
κι έστριψε προς το Σέλας,
το Φεγγάρι,
σε κάποια πηγή φωτός του ουρανού..
Μεγάλη νύχτα, απέραντη,
ξεκινούσε απ τα δύο βλέφαρά της,
ως ορίζοντας γεγονότων σε μαύρη τρύπα
ως τελευταιο όριο ύλης τις βρεγμένες βλεφαριδες της κι ο πρώτος μεσημβρινός χάνονταν σε μια καμπύλη που έφτανε μέχρι το βόρειο πόλο..
Μέχρι τα Τζουμέρκα μπόρεσα να δω,
μετά η καμπυλότητα της Γης δε μου επέτρεπε να δω..
-Γιατί σταμάτησες να με κοιτάς, γιατί κοιτάς κάτω;
-Τρομάζω να σε κοιτάω στα μάτια,
ο, τι είπαμε, είπαμε..
πάμε μέσα,
τράβα στο δωμάτιο σου,
θα του μιλήσω κι εγώ,
κι αύριο μέρα είναι, θα τα βρείτε.
-Μέχρι πού είδες την νύχτα μου;
Χαμογέλασα..
-Μέχρι την Ήπειρο.
-Είναι πιο μεγαλη, Στέλιο, μπες στα Βαλκάνια, στον Αίμο,
στον Μελανα Δρυμό,
στην μονότονη Τάιγκα ,
τόσο κοντά τα κωνοφόρα κι οι σκιές τους,
οι άυλες ,
οι χωρίς συναισθήματα μπλέκονται η μία με την άλλη,
δε ξεχωρίζουν..
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου