Σπήλαια, κατώγια, ανήλιαγα, φτωχικά, μόνο με αυτά που κανείς δε μπορεί να μας αφαιρέσει,
μ αυτά που γεννιόμαστε..
Σπήλαια με τους πόνους της γέννας,
τον σκεφτικό Ιωσηφ,
τον αιώνιο σύζυγο,
κατώγια κρύα με παιδιά γυμνά να τουρτουρίζουν απ' τη μοναξιά,
την έξοδο απ τη μήτρα..
Παχνί, Φάτνη, αταβισμός της φύσης,
ένα χνώτο,
ένα άχυρο,
ένα αστέρι..
Παιδιά αδύναμα,
εξαρτημένα απο τους ενήλικες που ελπίζουν σ' αυτά..
Σπήλαιο,
ένα σπίτι στο χωριό,
η φωτιά αναμμένη,
η εστία πηγή φωτός και πυρός..
Σκυμμένη η μάνα με κρυφούς αναστεναγμους πάνω από μια σιδερωστρα,
κι ο πατέρας να κοιτάει τις φλόγες,
τι να έβλεπε άραγε;
Η γάτα έμοιαζε η μόνη που απολάμβανε τη βραδιά,
η φύση μαντεύε την ευτυχία και το νόημα της στιγμής ή τη στιγμή του νοήματος..
Σπήλαιο,
μια καλύβα από βαρέλια πίσσας που 'χαν κληρονομήσει όταν τελείωσε η αφαλτόστρωση της Εθνικής οδού.
Αγραυλούντες ποιμένες στα ριζά του Πεταλά, όποιος δεν προλάβαινε να επιστρέψει στο χωριό,
χωνόταν μέσα αποβραδίς ,
άναβαν φωτιά, την σύμπαγαν , ναρκώνονταν απ' τη ζέστη,
μαγεύονταν απ' τη σιγαλιά της νύχτας,
τον έναστρο ουρανό της ξαστεριάς,
ένα βοριαδάκι είχε διωξει και την τελευταία συννεφιά ,
αυτό το ίδιο σφύριζε μέσα στις χαραμάδες των τσίγκινων βαρελιών που έγιναν επίπεδα με τσεκούρι και βαριοπουλες και πατήματα από τρύπια παπούτσια, τα ισιωσαν να σκεπάσουν την καλύβα.
Και το τσοπανόσκυλο και δυο αρνάκια με τη μάνα τους,
την "μπέλα" την προβατίνα που δεν έλεγε να πάρει τ' "απάνω της" απ' το μεσημέρι που τα γέννησε,
αδιάφορη για τα παιδιά της,
τ' απροστάτευτα αρνάκια της,
με τον ομφάλιο λώρο να κρέμεται,
ξάπλωσε μπρος στη φωτιά,
κάτι πουρνάρια έκαιγαν,
περσινά, από αστραπή βαρεμένο το δέντρο,
ο Γιώργος τ' Λακια μόλις είχε σηκωθεί απ το πουρνάρι,
αλλιως θα τον σκότωνε,
θα τον έκαιγε ή στην καλύτερη περίπτωση θα τον κούφαινε
ή θα του έκαιγε τα σπλάχνα και μετά από λιγο καιρό θα πέθαινε..
Έτυχε και πρόλαβε,
κοίταξε όμως προς τα εκεί :
"Γαλάζιο Φως σα γραμμή κατέβηκε,
τα ένωσε όλα κορφή, κλαριά, κορμό και μπήκε μες το χώμα,
μύρισε καμμένο,
πήγα μετά από λίγο, ακούγονταν σα να έσκαβε σπηλιά μες το χώμα"
Τον κορόιδευαν στο καφενείο μετά από μήνες.
"Γιώργο, για πες μας σκάβει η αστραπή μες το χώμα, κατέβηκες, είδες καμιά σπηλιά; "
" Σκάβει το Φως, σκάβει.. "
απαντούσε κοιτώντας πάντα αμέσως τον ουρανό..
Σπήλαιο,
μικρό ορθογώνιο,
καμαρουλα μια σταλιά σε μια πόλη,
μικρή πόλη, μικρό παιδί,
υγρασία στους τοίχους, στο ταβάνι μούχλα,
η Παναγία σ έναν τοίχο, κονισμα,
ο Ιωσήφ έξω στο μπαλκόνι πάλι κοίταζε μια φλόγα, ένα φως,
μια κολόνα της ΔΕΗ,
την κάφτρα απ'το τσιγάρο του..
Κοίταζε κι έβλεπε άλλα..
Μόνη πηγή ζεστασιάς η κάφτρα του τσιγάρου του..
Νυχτοπούλι απάντησε στον στεναγμο του,
γκι' νης,
κουκουβάγια, ποιος ξέρει;
κάτι απ' τη φύση..
Στην μεγάλη πόλη στην Αθήνα,
υπόγειο σε πολυκατοικία με είκοσι πέντε διαμερίσματα,
ζευγάρι, αυτή εργάτρια σε βιοτεχνία, κουρασμένη,
ο Ιωσήφ στην ναυπηγοεπισκευστική αμίλητος τα βράδια που επέστρεφε,
το παιδί το περιμένουν,
είναι στον μήνα της..
Μπήκε με μια σόμπα με τρία μάτια,
σε μια κόκκινη σακούλα που εγραφε Κωτσόβολος.
-Τι ξοδεύεσαι; Μπορεί και να βάλουν πετρέλαιο φέτος, τους νοιάζει το επίδομα..
-Και πετρέλαιο να βάλουν δε θα ζεσταθεί το υπόγειο μας,
θα κρυώνει ο μπέμπης..
Τον αγκάλιασε,
τον φίλησε,
τα χνώτα τους έγιναν ένα,
αμυδρά φάνηκαν στο τέλος του φιλιού κάτω απ την χλωμή λάμπα του δωματίου τους,
βοηθούντος και του υγρού,
του παγωμένου αέρα του υπόγειου που ξεκίνησαν τη ζωη τους..
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου