Η βροχή ξεπλένει τους λεκέδες της ιστορίας.
Δε τρόμαξα ποτέ απ την βροχή.
Ακόμη κι όταν με τρόμο άκουγαν τα μπουμπουνητα το καλοκαίρι κι έτρεχαν να σκεπασουν τις λιαστρες και μαυριζε ο ουρανός κι αφριζε το πέλαγο!
Εκτελουσα πιστά τις οδηγίες,
υπάκουος στον πανικό της βιοπαλης,
στους αναστεναγμους της μάνας,
στην αγωνία του πατρός..
Εκτελουσα κουβαλώντας νάιλα,
πανια, στρωσίδια,
εφτιαχνα αντερειδες αυτοσχεδιες, στηρίγματα στο χώμα που μυριζε ήδη από τις πρώτες σταγόνες..
Κάθε χοντρή σταγόνα που έπεφτε στους ωμους μου σα δευτερόλεπτα χρονομετρου με παρκινσονικη επιτάχυνση
ήταν μια υπενθύμιση της ρευστότητας της ιστορίας..
Και δυνάμωνε η βροχή,
συσσωρευοταν το νερό,
άθροιζοταν οι σταγόνες,
οι ώμοι βρεγμένοι,
ούτε ένα σημείο στεγνό στο βρώμικο μπλουζάκι,
τα αφανοειδη μαλλιά αντιστάθηκαν,
αλλά υπέκυψαν κι αυτά,
κολλησαν στο κρανίο,
και τα μπροστινά μαύρη φλοκάτη του μετώπου άγγιξαν τα φρύδια..
Με ναυτικό κόμπο έδεσα την τελευταία αντερειδα,
μια τριχιά που μυριζε γιδιλα σε μια έφηβη κορομηλια,
αναρχα φυτρωμενη δίπλα απ τη λιαστρα,
την είχαν για ίσκιο κάτι καρακαξες,
μάλλον του χρόνου θα την ξεριζωναμε,
δεν ταίριαζε στο τοπίο..
Σηκώθηκα ορθιος,
ευθυτενης,
το νερό βρήκε το δρόμο του,
από τη χαίτη της αφάνας έτρεξε στη ραχοκοκαλιά μου,
πίσω απ τ αυτια μου δυο ποταμάκια,
μπήκαν στις κλειδες μου,
πέρασαν απ τις ρωγες του στηθους μου, κρυωσαν την κοιλια μου,
βυθιστηκαν στο υπογαστριο,
σα σε υπόνομο,
χάθηκαν μυστηριωδως μες τη σχάρα του δρόμου των μηρων μου..
Μια ανάμνηση ήρθε μπρος μου..!!
Ζωντανή, εικόνα, ήχος, θερμοκρασία, μυρωδιά,, ελευθερία..
Ένα ντεζαβου, αυτό το χα ξαναζήσει!!
Στο νηπιαγωγείο στο χωριό,
πίσω προαύλιο,
μέχρι τη μαντρουλα που μας χώριζε απ τα μεγαλα πεύκα με το ρετσινι,
τις καφετιές πευκοβελονεςστο έδαφος,
τις μαύρες καρακαξες που φωλιάζαν εκεί ,
τα μεγάλα παιδιά που καπνιζαν κρυφά τα βράδια,
μέχρι εκεί επιτρεπόταν να πάμε,
όχι να μπούμε στο δασσυλιο..
Στο πάνω προαύλιο το δημοτικό,
Πρώτη, Δευτέρα, Τρίτη οι τάξεις,
εκεί που είναι η παιδική χαρά,
Τετάρτη, Πέμπτη, Έκτη εκεί που παίζουν σήμερα μπάσκετ..
Ούτε τ αδέρφια μου έβλεπα,
ούτε τους δασκάλους του Δημοτικού.
Τα νήπια βλέπαμε -αν βλέπαμε - ,
μόνο την νηπιαγωγο,
το παντοπωλείον τ μπάρμπα Κώστα,
πιο κάτω τ Γαζή, τ Μπαμπινη,
τ Μάχαιρα, μετά έμαθα πώς τα λένε..
Ανταριασε,
παίζαμε,
ξεκίνησαν οι πρώτες σταγόνες,
ακόμη παίζαμε,
μπουμπουνιζε,
έγινε μπόρα, καταιγίδα,
μάζεψε με φωνές τα κλωσσοπουλα της η νηπιαγωγος,
απ τα παράθυρα του ημιυπόγειου νηπιαγωγείου έβλεπαν τη βροχή..
Δε μέτρησε όμως τα κλωσσοπουλα της, έλειπε ένα!
Χνωτιζαν τα τζάμια τα κλωσσοπουλα κι έφτιαχναν καρδιές,
έφτιαχναν το α,
το βου,
το λου..
Ένα πουλάκι παρακουσε,
πηδηξε τη μάντρα και μπήκε στο δασυλιο..
Χαϊδέψε τους κορμούς των θηριων πεύκων,
γλίστρησε στο στρώμα απ τις αδιαβροχες πευκοβελονες ανακατεμενες με αποτσιγαρα απ τα μεγάλα παιδιά που πήγαιναν ή δεν πηγαιναν πια στο γυμνάσιο στην Κατουνα..
Μπέρδεψε την αντάρα με τους καπνούς των τσιγάρων,
όλα γέμισαν ομίχλη, καπνό,
άσπρα, θολωμένα και τα τζάμια του Δημοτικού,
μόνο το τζάμι απο το γραφείο δασκάλων ηταν ακόμη αχνωτιστο,
καθαρό, διαυγες..
Βράχηκε η μπλε πόδια με τον άσπρο γιακά που φορούσα..
Σκούρηνε ,
το μπλε ανοιχτό εγινε μπλε σκούρο οπως ο ωκεανός,
κρυφτηκαν τα ξεβαμματα που ειχε απ τα πολλά πλυσίματα και τον ήλιο..
Δευτεροφορι ηταν απ τα μεγάλα αδελφια μου,
έσταζε η μπλε σκούρα ποδιά πάνω στα παπουτσια μου,
κάτι μαυρα μποτάκια με κορδόνια δεμένα κόμπο μη τα πατήσω και πέσω..
Γέμισαν νερό οπως η άβυσσος.
Πώς να μπω τώρα μες το νηπιαγωγείο;
Γιατί να μπω;
Είχαν φύγει απ τ παράθυρα τα άλλα πουλάκια,
δε ζωγράφιζαν, τραγουδούσαν..
Άκουγα ένα ρυθμό, δε ξεχώριζα λέξεις..
Όμορφο ρυθμό,
αντίπαλο της άγριας βροχής,
αντιμετρο κι αντιμέτωπο με τις δυο τρεις καρακάξες που έκρωζαν νευρικά πανω απο το κεφαλι μου..
Σήκωσα τα μάτια να τις δω,
χοντρές σταγόνες βομβάρδιζαν τα μάτια μου, τα μόνα στεγνά..
Καφέ κορμός πεύκου, πράσινες βελόνες καρφωμένες στην ομίχλη, μαύρα πουλιά..
Στο κατέβασμα των ματιών μου κοίταξα όχι προς τα τζάμια του νηπιαγωγείο,
αλλα προς τα τζάμια του Δημοτικού..
Ο αδερφός μου όρθιος,
το κεφάλι του έβλεπα,
τελευταία ωρα, ιστορία θα είχανε μάλλον, θυμήθηκα οτι διάβαζε χθες ιστορία,
στο διπλανό τζάμι του γραφείου δασκάλων , ενας δασκαλος που δεν δίδασκε ιστορία τελευταία ώρα κοίταζε απλανως τη βροχή,
την καταιγίδα,
την αντάρα,
την αιωνιότητα..
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου