Την παραμονή πρωτοχρονιάς εκτός απ' το "στριφτό", τσιφτινάκι το λένε στ' Αγρίνιο παίζαμε και χαρτιά,
κρυφά σε κάτι ερειπωμένα σπίτια- πώς δεν έπεσαν να μας πλακώσουν; -
σε κάτι ανήλιαγες αυλές μακριά απ τα μαγαζιά,
να μη μας βλέπουν οι μεγάλοι..
Ο, τι είχε μαζευτεί από κάλαντα κι από προκαταβολικους μπουναμάδες το ποντάραμε στο "στούκι" και στο τριανταένα..
Είτε κερδισμένος, είτε ξεφτουριασμένος με το που έπεφτε ο ήλιος μελαγχολούσα..
Μελαγχολούσα για τον γερο χρόνο που έφευγε,
τον έκανα εικόνα να σέρνεται προς την Κατούνα και κάπου να εξαφανίζεται ..
Ξέρω γω;
Πήδαγε μες τη βρούσκσ της Πλοκοτίτσας;Αυτή που την είχαμε για χωματερή στο χωριό.
Μες το πηγάδι στον Κόζιακα;
Ανέβαινε στο Μπούμστο και πεθαινε απ' το κρύο;
Ή ν άνοιγε το σκέπασμα κι έπεφτε μες στη στέρνα που ήταν πίσω απ' το σπίτι μας;
Δε ξέρω, ούτε ρώτησα κανανμεγάλο,
ούτε τον ακολούθησα ποτέ..
Τον υπ' αριθμόν χίλια εννιακόσια εβδομήντα πέντε όμως - ήμουν εφτά ετών - είμαι σίγουρος ότι τον είδα,
μ' είχε στείλει η μάνα μου δώδεκα πάρα πέντε να φέρω ενα κούτσουρο απ' την αυλή,
τα μαγαζιά ειχαν κλείσει τα φώτα, δυσανασχετούσαν οι χαρτοπαίχτες,
κυρίως μη βάλει κανείς χέρι στο σωρό με τα χιλιάρικα πάνω στην τσόχα,
με τα χιλιάρικα τα καφετιά
μέχρι να ξανανάψουν τα φώτα,
και στα σπίτια ολοι πάνω απ' τη βασιλόπιτα, κανείς στους δρόμους..
Τράβαγα ενα πουρναρίσιο κούτσουρο,
ήταν πλακωμένο από δυο σβηστόξυλα,
λεύκα που 'χε ξεραθεί και την κόψαμε προχθές με το πριόνι να μην πέσει στο φούρνο που ήταν από κάτω..
Δωδεκα παρα δύο..
Ακούστηκαν σερνάμενα βήματα..
-Θες βοήθεια; Τι παλεύεις;
Γύρισα να δω τον τελευταίο,
αργοπορημένο χωριανό μου..
Ήταν άγνωστος, δεν τον είχα ξαναδεί..
Έρχονταν και ξένοι τις γιορτές στο χωριό, κάνας συμπέθερος σκέφτηκα..
-Χρονιά Πολλά, καλή χρονιά!,
όχι ευχαριστώ, μπορώ μονος μου..
-Πάρε το πρώτο ξύλο,
θ αργήσεις,
κόβουν την βασιλόπιτα μέσα,
κι έδειξε προς το παράθυρο του σπιτιού μου που ήταν σκοτεινό,
μονο τα φωτάκια απ το δέντρο αναβόσβηναν και οι φλόγες του τζακιού ξεχώριζαν αμυδρά μέσα από κάτι καμπανούλες κι αγγελάκια και δεντρακια από γυαλιστερό χαρτί που ειχαμε κολλήσει με σελοτέιπ στα τζάμια..
-Είναι από λεύκα, δε κάνει καλή φωτιά, το πουρνάρι είναι πιο καλό..
-Μη τα διαλέγεις, αυτά σε διαλέγουν, φεύγω..
-Για πού; Πού μένεις;
-Έμενα, δε μένω πια άλλο εδώ,
έγινα καπνός και στάχτη..
Φεύγω..
Μπες σπίτι σου, σε περιμένουν..
Κατρακύλησαν τα ξύλα,
με βρήκε στο πόδι το πουρναρίσιο κουτσουρο,
, με διάλεξε ο πόνος, σκέφτηκα
το πήρα αγκαλιά και μπήκα μέσα στο σπίτι, στους ανθρώπους μου που υποδεχόνταν με ευχες και φιλιά το χιλια εννιακόσια εβδομήντα έξι.
-Γιατί άργησες; με ρώτησε η μάνα, ένα ξύλο σου είπα..
-Διάλεγα το καλύτερο,
να χουμε ολη την πρωτοχρονιά ζέστη,
εσύ μου πες ο,τι έχουμε την πρωτοχρονιά το έχουμε όλο το χρόνο!
Μου χάιδεψε το κεφάλι..
-Δε διαλέγουμε τίποτα,
ο χρόνος διαλέγει για μας. .
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου